ορος, ὁ,
A = δυνάστης, E.IA280 (lyr.).
[Seite 673] ορος, ὁ, = δυνάστης, Eur. I. A. 280.
δῠνάστωρ: -ορος, ὁ = δυνάστης, Ψευδευριπ. Ι.Α. 280.
ορος (ὁ) :c. δυνάστης.Étymologie: δύναμαι.