δυνάστωρ
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
-ορος, ὁ, = δυνάστης, E.IA280 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
jefe, príncipe Ἤλιδος δυνάστορες príncipes de la Élide componentes de la expedición aquea contra Troya, E.IA 280.
German (Pape)
[Seite 673] ορος, ὁ, = δυνάστης, Eur. I. A. 280.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
c. δυνάστης.
Étymologie: δύναμαι.
Russian (Dvoretsky)
δῠνάστωρ: ορος ὁ Eur. = δυνάστης.
Greek (Liddell-Scott)
δῠνάστωρ: -ορος, ὁ = δυνάστης, Ψευδευριπ. Ι.Α. 280.
Greek Monolingual
δυνάστωρ (-ορος), ο (Α)
δυνάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δυνάστης.