ἰσχυριστέον

Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A one must maintain stoutly, Pl.R.533a.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡριστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἰσχυρίζομαι, δεῖ ἰσχυρίζεσθαι, Πλάτ. Πολ. 533Α.

Greek Monotonic

ἰσχῡριστέον: ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο κανείς πρέπει να δείξει επιμονή, σε Πλάτ.