επιμονή
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
Greek Monolingual
η (AM ἐπιμονή) επιμένω
εμμονή, σταθερότητα (α. «εξακολούθησαν να ξεφυλλίζουν τ’ αραποσίτι με την ίδια προθυμία κι επιμονή», Καρκαβίτσας
β. «ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὖτος ὁ ἀνήρ», Πλάτ.)
νεοελλ.
πείσμα
μσν.
διάρκεια
αρχ.
1. χρονοτριβή, καθυστέρηση («ἥ τε ἐν τῷ ἰσθμῷ ἐπιμονὴ γενομένη καὶ κατὰ τὴν ἄλλην πορείαν ἡ σχολαιότης», Θουκ.)
2. εγκαρτέρηση
3. (για καρπό) διατήρηση
4. απραξία
5. διεξοδικότερη διαπραγμάτευση.