ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
τῐθαίνομαι: ἴδε τιθηνέω.
Ατρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο].