ταλασιουργικός

Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for wool-spinning, ὄργανα X.Oec. 9.7, cf. Pl.Plt.282c; ἡ -κή (sc. τέχνη), = foreg., ib.a.

German (Pape)

[Seite 1065] ή, όν, zum Wollespinner, zum Wollespinnen gehörig, geschickt; τέχνη, Plat. Polit. 282 a, Xen. Oec. 9, 7. 9, οἶκος, Poll. 1, 80.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσιουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ταλασιουργίαν, ὄργανα, σκεύη Ξεν. Οἰκ. 9, 7, Πλάτ. Πολιτικ. 282C· ἡ ταλασιουργικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = τῷ προηγ., αὐτόθι Α, Β. - Ἐπίρρ. ταλασιουργικῶς, «ὥσπερ καὶ ἐριουργικῶς καὶ ταλασιουργικῶς» Πολυδ. Ζ΄, 34 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’art de travailler la laine.
Étymologie: ταλασιουργός.