ξυλοβάμων

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοβάμων: ὁ, ἡ, ὁ φορῶν ξυλίνας ὑψηλὰς ἐμβάδας, Εὐσταθ. Πονημάτ. 107. 4.

Greek Monolingual

ξυλοβάμων, -ονος, ό, ἡ (Μ)
αυτός που φορά ψηλά ξύλινα υποδήματα, που βαδίζει με μακριά ξύλινα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων, ιππο-βάμων].