εἰσθεάομαι
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
Greek (Liddell-Scott)
εἰσθεάομαι: ἀποθ., θεωρῶ, παρατηρῶ, Τραγ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Π. 440C.
Spanish (DGE)
contemplar εἰσθεᾶσθαι γῆν ὅλην τ' οἰκουμένην Ezech.87.