τρομαλέος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216

Greek (Liddell-Scott)

τρομαλέος: -α, -ον, ὁ τρέμων, περίτρομος, Θεοδ. Προδρ. Κατὰ Ροδ. καὶ Δοσ. 153 (;).

Greek Monolingual

-α, -ον, Μ
περίτρομος, τρομερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος, ῥωμ-αλέος)].