φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
ἄϊρος: [ῑ], ὁ, Ὀδ. Σ. 73. Ἶρος ἄϊρος, = Ἶρος δυστυχής, Ἶρος, λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ὅμοιον τῷ δῶρα ἄδωρα, πρβλ. Δύσπαρις, Κακοΐλιος.
Ἶρος : infortuné Iros, litt. Iros qui n’est plus Iros.Étymologie: ἀ, Ἶρος.