ἀπολαυστικός

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A devoted to enjoyment, βίος Arist.EN1095b17; οἱ -κοί Plu.2.1094f; producing enjoyment, ἀρεταί Arist.Rh.1367a18. Adv. -κῶς, ζῆν Id.Pol.1312b23.    II choice, οἶνος Plb.12.2.7; μήκωνες Hices. ap. Ath.3.87e (Comp.); luxurious, δίαιτα Gal.18(2).463.

German (Pape)

[Seite 310] dem Genuß ergeben, βίος Arist. Nic. 1, 5, 2; wie die Phäaken Ath. I, 16; vgl. XII, 510 c; οἱ ἀπολαυστικοί Plut. non posse 12 (bes. vom Essen, s. Ath. unter ἀπόλαυσις); ἀπολαυστικῶς ζῆν Arist. pol. 5, 8, 20; nur für den Genuß, τὰ ἀπολαυστικά (im Ggstz der κάρπιμα) ἀφ' ὧν μηδὲν περὶ τὴν χρῆσιν γίγνεται, ὅ, τι καὶ ἄξιον Arist. rhet. 1, 5; zu genießen, οἶνος Pol. 12, 2; – von der Kost, gedeihlich, Ath. III, 87 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολαυστικός: -ή, -όν, ἀφιερωμένος, δεδομένος εἰς ἀπόλαυσιν, βίος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, 2· παρέχων, προξενῶν ἀπόλαυσιν, τέρψιν, ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 9, 23: ― Ἐπίρ. -ικῶς, ἀπολαυστικῶς ζῆν ὁ αὐτ. Πολιτικ. 5. 10, 33. ΙΙ. ἀπολαυστός, ὃν δύναταί τις νὰ ἀπολαύσῃ, εὐχάριστος, ἐπὶ πραγμάτων, Ἀθήν. 87Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui procure des jouissances (particul. matérielles), agréable;
2 qui recherche les jouissances, voluptueux.
Étymologie: ἀπολαύω.