ἀπολαύω

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολαύω Medium diacritics: ἀπολαύω Low diacritics: απολαύω Capitals: ΑΠΟΛΑΥΩ
Transliteration A: apolaúō Transliteration B: apolauō Transliteration C: apolayo Beta Code: a)polau/w

English (LSJ)

A fut. -λαύσομαι Ar. Av.177, Pl.Chrm.172b, etc.; later -λαύσω D.H.6.4, Plu.Pyrrh.13, etc. (in earlier writers corrupt, as Hyp.Epit.30): aor. ἀπέλαυσα E.IT526, Ar.Av.1358, etc.: pf. -λέλαυκα Pl.Com.169, Isoc.19.23: —Pass., pf. -λέλαυται Philostr. VA6.19, but ἀπολελαυσμένος Plu.2.1089c,1099e (ἐν-): aor. ἀπελαύσθην Ph.1.37.—The double augm. ἀπήλαυον, ἀπήλαυσα, is found in codd. of Id.1.435, etc., prob. in LW 1046.5 (Blaudos). (The simple λαύω is not found, but was = λάφω, expl. by Aristarch. as ἀπολαυστικῶς ἔχω, cf. Apollon.Lex., Sch.Od. 19.229):—have enjoyment of a thing, have the benefit of it, c. gen. rei, τῆς σῆς δικαιοσύνης Hdt.6.86.ά; τῶν σιτίων Hp.VM11, cf. Pl.R. 354b; ἰχθύων, λαχάνων, ἐδεσμάτων, etc., enjoy them, Amphis 26, Aristopho 10.3, Antiph.8; ποτῶν, ὀσμῶν, X.Cyr.7.5.81, Hier.1.24, etc.; τῶν ἀγαθῶν Isoc.1.9, Pl.Grg. 492b; σχολῆς Id.Lg.781e; τῆς σιωπῆς ἀ. take advantage of it, D.21.203; τῆς ἐξουσίας Aeschin.3.130.2. with acc. cogn. added, ἀ. τί τινος enjoy an advantage from some source, τί γὰρ.. ἂν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ar.Nu. 1231, cf. Th.1008, Pl.236; ἐλάχιστα ἀ. τῶν ὑπαρχόντων Th.1.70; τοῦ βίου τι ἀ. Id.2.53; ζῴων τοσαῦτα ἀγαθὰ ἀ. ὁ ἄνθρωπος X.Mem.4.3.10, cf. Pl.Euthd.299a, etc.; τοσοῦτον εὐερίας ἀπολέλαυκε Pl.Com. 169.3. c. acc. (instead of gen.), ἀ. τὸν βίον Diph.32.6 (ἀποβάλλειν cj. Kock); ἀ. καὶ πάσχειν τι Arist.Sens.443b3. 4. abs., οἱ ἀπολαύοντες, opp. οἱ πονοῦντες, Id.Pol.1263a13; ἧττον ἀ. to have less enjoyment, Id.HA584a21; ἡδόμενοι καὶ -οντες Plu.2.69e.
II in bad sense (freq. ironically), have the benefit of, τῶν Οἰδίπου κακῶν ἀ. E.Ph.1205; ἀ. τι τῶν γάμων Id.IT526; ἧς ἀπολαύων Ἅιδην.. καταβήσει Id.Andr.543 (lyr.); τῶν ἁμαρτημάτων, τῶν ἀσεβῶν ἀ., Hp.VM 12, Pl.Lg.910b; φλαῦρόν τι ἀ. Isoc.8.81, cf. Pl.Cri.54a: with Preps., ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων [παθῶν] ἀ. Id.R.606b; ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ εἶναι ἀ. ib.395c; ἀπ' ἄλλου ὀφθαλμίας ἀ. Id.Phdr.255d.
2 abs., have a benefit, come off well,Ar.Av.1358.
III make sport of, συνοδοιπόρου Thphr. Char.23.3, cf. Lys.6.38.—Chiefly Att.; Trag. only in E. (Cf. Lat. lu-crum, Goth. laun 'payment', Slav. loviti 'capture'; cf. Dor. λᾱία, Att. λεία 'booty'.)

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. -λαύσομαι Ar.Au.177, pero -λαύσω Hyp.Epit.30 y gener. tard., D.H.6.4, Plu.Pyrrh.13; aor. ind. act. ἀπήλαυσαν Ph.1.454, inf. pas. ἀπολαυσθῆναι Ph.1.37; perf. ind. act. ἀπήλαυκε Ph.1.477, part. pas. ἀπολελαυσμένος Plu.2.1089c, 1099e]
I 1en cont. posit.
a) c. suj. de pers. obtener provecho, tener disfrute de c. gen. de abstr. τῆς σῆς ... δικαιοσύνης Hdt.6.86α, ἐξουσίας Aeschin.3.130, σχολῆς Pl.Lg.781e, σιωπῆς D.21.203, διδασκαλίας Hom.Clem.13.13, εὐεργεσίας PHerm.Ress 19.16 (IV d.C.), εὐηκοΐας Marin.Procl.1, cf. Plb.1.16.11, Ph.1.454, Plu.Pyrrh.13, Luc.Nigr.30, PSI 1261.11 (III d.C.), Clem.Al.Paed.2.4.44, Hom.Clem.2.21, de concr. o bienes materiales en gener. τῶν ἀγαθῶν Pl.Grg.492b, ἰχθύων ἀληθινῶν Amphis 26, τῶν πολυτελῶν ὀσμῶν X.Hier.1.24, τοῦ λίνου παροχῆς PWisc.32.18 (III d.C.), cf. Pl.R.354b, Isoc.1.9, X.Cyr.7.5.81, Aristopho 10.3, Ph.1.477, PCair.Isidor.74.18 (IV d.C.)
en v. pas. ἥδιστον ἀπολαυσθῆναι καρπόν Ph.1.37, cf. 1.54, τῶν ἀπολελαυσμένων ἡδονῶν Plu.2.1099e, cf. 1089c
en sent. erót. gozar τῆς ἥβης Ar.Lys.591, ἧς (γυνή) ἀπολαύεις μόνος Charito 6.3.4, τῶν Ἀφροδίτης ἔργων X.Eph.1.9.9, cf. Longus 3.14.3, Charito 3.2.9, Ach.Tat.1.8.11
en el mismo sent. satisfacer τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας Charito 3.1.6, cf. X.Eph.2.1.5
c. otras constr.
c. ac. int. o adv. y gen. obtener algún beneficio o provecho de τὰ βέλτιστ' ἀπολέλαυκ' Εὐριπίδου Ar.Th.1008, τί γὰρ ἄλλ' ἂν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ar.Nu.1231, ἀγαθὸν γὰρ ἀπέλαυσ' οὐδὲν αὐτοῦ Ar.Pl.236, ἐλάχιστα τῶν ὑπαρχόντων Th.1.70, τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι Th.2.53, ἥδιστα πολυτελείας Epicur.Ep.[4] 130, cf. X.Mem.4.3.10, Pl.Com.184, Plu.Ant.18, Per.6, c. ἐκ o ἀπό ante el gen. πόλλ' ἀγαθὰ ἀπὸ τῆς ὑμετέρας σοφίας Pl.Euthd.299a, οὐθὲν ... ἐκ τῆς τριβῆς τοῦ χρόνου D.H.6.4
sólo c. el ac. οἱ ἀπολαύοντες πολλά los que disfrutan mucho Arist.Pol.1263a13, ἧττον ἀπολαύειν disfrutar menos Arist.HA 584a21
abs. καθάπερ ἡδόμενοι καὶ ἀπολαύοντες Plu.2.69d, cf. Ach.Tat.2.35.4;
b) c. suj. no de pers., cien. aprovechar totalmente para sí, asimilar c. gen. μέχρι αὐτοῦ ἡ κοιλίη τῶν τῇ προτεραίῃ προσενηνεγμένων σιτίων ἀπολαύσῃ hasta que su estómago hubiera asimilado los alimentos ingeridos en la (comida) anterior Hp.VM 11, (τὰ δένδρα) ... τῆς πρὸς αὔξησιν τροφῆς Thphr.CP 3.2.1, τὰ φυτὰ ... τῆς γῆς Gp.5.8.5, (ἡ γῆ) ... τῆς ἄνω νοτίδος Gp.5.19.3
c. ac. compl. dir. ἡ ἀναθυμίασις ... ἐνδέχεται ἀπολαύειν τὸ ὑγρόν Arist.Sens.443b3, (τὴν τροφήν) Thphr.CP 2.11.7 (= Democr.A 162).
2 en cont. negat. obtener provecho, gozar de irón., salir perjudicado c. gen. ἧς ἀπολαύων ᾍδην χθόνιον καταβήσῃ de cuya compañía gozando bajarás al Hades E.Andr.543, τῶν ἐμῶν νυμφευμάτων E.Ph.1205, τῶν ἁμαρτημάτων Hp.VM 12, τῶν ἀσεβῶν Pl.Lg.910b, ἑταιρείης ... πικρῆς Opp.C.2.322, θορύβου δὲ καὶ βοῆς Arr.Epict.1.6.26
c. gen. y prep. c. gen. conseguirse algo que es un perjuicio ἵνα μὴ ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ εἶναι ἀπολαύσωσιν no sea que por imitar se ganen el serlo en realidad Pl.R.395c, cf. 606b, ἀπ' ἄλλου ὀφθαλμίας Pl.Phdr.255d
c. ac. int. y gen. o prep. c. gen. sufrir, padecer τι τῶν κείνης γάμων E.IT 526, τοιαῦτα ἀπολαύσονται τῶν Διὸς ἐρώτων Luc.DDeor.14.2, τι κακὸν ... τὸ ὀστέον ἀπὸ τῆς σαρκός Hp.VC 15
c. el ac. solo, igual sent. τι φλαῦρον Isoc.8.81, τοῦτο Pl.Cri.54a
c. part. ἀπέλαυσα τἄρα νὴ Δί' ἐλθὼν ἐνθαδί ¡Buena la he hecho, por Zeus, con venirme aquí! Ar.Au.1358.
II c. gen. de pers. burlarse de, menospreciar ἡμῶν Lys.6.38, συνοδοιπόρου Thphr.Char.23.3, ἀπολαύσασά μου Plu.2.587f, cf. Pomp.24.
• Etimología: De una raíz *leH2- / *lH2- ‘hacer botín’, de cuyo grado pleno procede gr. λεία < λᾱϝια del grado cero, c. trat. -au-, ἀπολαύω, ai. lótambotín’; gót. launrecompensa’; del grado cero, c. trat. -ŭ-, lat. lŭcrum.

German (Pape)

[Seite 310] (das simplex λαύω ist nicht vorhanden; verwandt mit λαμβάνω; fut. ἀπολαύσομαι, akt. Form nur Sp., wie D. H.; Luc. D. M. 33. 3; perf. ἀπολελαυκώς Plat. Phaedr. 255 d; Plat. com. bei Schol. Ar. Av. 121; die erst bei Sp. vorkommende Form ἀπήλαυσα verwerfen die Gramm. mit Recht, dagegen ist ἀπέλαυον, ἀπέλαυσα gew., bei Isocr. 1, 9 ἀπήλαυον v.l.), 1) Anteil haben, Genuß von etwas haben (bes. vom Essen u. Trinken, τινός, com. oft), sowohl im guten als im bösen Sinne, gleichbedeutend mit χρῆσθαι, Xen. Cyr. 4, 3, 19; vgl. τῶν σωμάτων πρόστι Mem. 1, 2, 29. Gegensatz οὐ μετέχειν 4, 5, 10; τί τινος, etwas an Einem, z. B. ἀγαθόν τινος Ar. Nubb. 1212, u. öfter; ἀπολαύουσιν ἐλάχιστα τῶν ὑπαρχόντων, sie genießen schr wenig von ihren Gütern, Thuc. 1, 70; τοῦ βίου τι 2, 53; Plat. Rep. I, 330 d; Xen. Cyr. 5, 4, 19; so τοῦτο, ἅ u. ähnl. τινός; τὶ ἀπὸ τούτων Plat. Apol. 31 b; ἀπολαύων μηδὲν ὅ, τι ἔχει Men. Stob. Floril. 16, 7; δέδοικα μὴ ἀπολαύσω τι φλαῦρον Isocr. 8, 81; ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων εἰς τὰ οἰκεῖα Plat. Rep. X, 606 b; Vortheil aus etwas ziehen, τῆς σῆς δικαιοσύνης ἀπολαῦσαι Her. 6. 86; τῆς σιωπῆς Dem. 21, 203; absol., Ar. Av. 1358. – 2) Einen zum Besten haben, τινός Plut. de Gen. Socr. 18; Pomp. 24 Aristid. 25.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπέλαυον, f. ἀπολαύσομαι, postér. ἀπολαύσω, ao. ἀπέλαυσα, pf. ἀπολέλαυκα;
Pass. ao. ἀπελαύσθην, pf. ἀπολέλαυσμαι ou ἀπολέλαυμαι;
I. retirer une jouissance ou un profit de :
1 jouir de, gén.;
2 tirer profit ou parti de : τί τινος, τι ἀπό τινος, τι ἔκ τινος tirer qqe profit de qch;
3 profiter de, gén.;
II. se faire un jeu de, se moquer de : τινος de qqn.
Étymologie: ἀπό, R. ΛαϜ, jouir de ; cf. *λάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολαύω:
1 вкушать, наслаждаться (ποτῶν Xen.; μετρίως τινός Plat.): ἀπολελαυκότες ὕπνου Plut. хорошо поспавшие;
2 пользоваться, извлекать пользу (τινός Her., Dem.; τί τινος Thuc., Xen., Plut.; τι ἀπό τινος Plat. и τι ἔκ τινος Isocr.): ἀντὶ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀ. Plat. из многих трудов извлечь ничтожную выгоду;
3 изведывать, испытывать (φλαῦρόν τι Isocr.; πληγῶν Plut.): ἀπολαῦσαι κακῶν Eur. стать несчастным;
4 заражаться (ὀφθαλμία: ἀπό τινος Plat.);
5 насмехаться (τινός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολαύω: μέλλ. ἀπολαύσομαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 177, Πλάτ., κλ., μεταγεν. ἀπολαύσω Διον. Ἁλ. 6. 4, Πλούτ., κλ. (παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφ. ἀναμφιβόλως σφάλμα τῶν ἀντιγραφέων ὡς ἐν Ὑπερείδ. Ἐπιταφ., διαφ. γρ. ἐν Πλάτ. Χαρμ. 172Β): ― ἀόρ. ἀπέλαυσα, Εὐρ. Ι. Τ. 526, Ἀριστοφ., κτλ.: ― πρκμ. ἀπολέλαυκα, Πλάτ. κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4, Ἰσοκ. 389Β: ― Παθ., πρκμ. ἀπολέλαυται Φιλόστρ. 257, ἀλλ’ ἀπολελαυσμένος Πλούτ. 2. 1089Β, 1099D· ἀόρ. ἀπελαύσθην, Φίλων 1. 37: ― Οἱ αὔξησιν δεχόμενοι χρόνοι ἐνίοτε γράφονται ἀπήλαυον, ἀπήλαυσα, ἀλλ’ ἐσφαλμένως, ὡς λέγει ὁ Ἡρωδιανὸς (ἔκδ. Ἑρμάνν. σ. 315 XL.) «ὁμοίως πλημμελοῦσιν, οἵ λέγουσιν ἀπήλαυσα... δέον μόνως διὰ τοῦ ε ἀπέλαυσα» κτλ. (Τὸ ἁπλοῦν λαύω δὲν ἀπαντᾶ, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο = λάω ἤ λάFω (ὅπερ ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἡρμηνεύθη ἀπολαυστικῶς ἔχω, πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ., Σχόλ. εἰς Ὀδ. Τ. 228): ἐντεῦθεν καὶ λεία, ληΐς καὶ πιθαν. λάτρις, πρβλ. Σανσκρ. lotas (λεία), Λατ. latro, lucrum. ― Γοτθ. laum, (Γερμ. lohn): ―λαμβάνω, √ ΛΑΒ, φαίνεται συγγενεύει). Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν πράγματός τινος (πρβλ. συναπολαύω), ἔχω τὴν ἐξ αὐτοῦ ὠφέλειαν, μετὰ γεν. πράγμ., τῆς σῆς δικαιοσύνης Ἡρόδ. 6. 86, 1· τῶν σιτίων Ἱππ. 12. 20, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 354Β· ἰχθύων, λαχάνων, ἐδεσμάτων, κτλ. Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1, 3, κτλ.· ποτῶν, ὁσμῶν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 81, Ἱέρ. 1, 24, κτλ.· τῶν ἀγαθῶν, σχολῆς, κτλ. Πλάτ. Γοργ. 492Β, Νόμ. 871D· τῆς σιωπῆς ἀπολαύειν, ὠφελεῖσθαι ἐκ τῆς σιωπῆς, Δημ. 579. 24· τῆς ἐξουσίας Αἰσχίν. 72. 15· ἀντὶ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε. 2) ἀπολαύω τί τινος· ― τι γὰρ… ἄν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ἀριστοφ. Νεφ. 1231, πρβλ. Θεσμ. 1008, Πλ. 236· ἐλάχιστα ἀπ. τῶν ὑπαρχόντων Θουκ. 1. 70· τοῦ βίου τι ἀπ. ὁ αὐτ. 2. 53· ἵππων τοσαῦτα ἀγαθὰ ἀπ. ὁ ἄνθρωπος Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 10, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 299Α, κτλ. τοσοῦτον εὐερίας ἀπολέλαυκε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4. 3) ἐνίοτε μετ’ αἰτιατ. ἀντὶ μετὰ γεν. ἀπ. τὸν βίον Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 6, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Ἀδήλοις» 53· ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἀπολάπτει εἶναι πιθανή διόρθωσις καὶ αὐτὸ δὲ τὸ ἐν Ἀριστ. Αἰσθ. 5. 9, ἀπολαύειν καὶ πάσχειν τι, δὲν εἶναι βεβαιωμένον. 4) ἀπολ., οἱ ἀπολαύοντες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ πονοῦντες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 3· ἧττον ἀπ., ἔχω μικροτέραν ἀπόλαυσιν, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 7. 4, 6. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, συχνάκις εἰρωνικῶς, ἔχω τὴν ὠφέλειαν ἔκ τινος, τῶν Οἰδίπου κακῶν ἀπ. Εὐρ. Φοίν. 1205· ἀπ. τι τῶν γαμῶν ὁ αὐτ. Ι. Τ. 526· ἧς ἀπολαύων Ἅιδην… καταβήσει ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 543· τῶν ἀσεβῶν ἀπ. Πλάτ. Νόμ. 910Β· φλαῦρον τι ἀπ. Ἰσοκρ. 175Β, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 54Α· ὡσαύτως μετὰ προθέσεων, ἀπό τῶν ἀλλοτρίων [παθῶν] ἀπ. ὁ αὐτ. Πολ. 606Β· ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ εἶναι ἀπ., τὸ νὰ καταντήσῃ νὰ γείνῃ τις ἔνεκα τῆς μιμήσεως αὐτὸ τὸ μιμούμενον, αὐτόθι 395C· ἀπ’ ἄλλου ὀμφθαλμίας ἀπ. νὰ κολλήσῃ τις ὀφθαλμίαν ἀπ’ ἄλλου, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 255D: πρβλ. συναπολαύω. 2) ἀπολ., ὠφελοῦμαι, «βγαίνω ὠφελημένος», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1358. ΙΙΙ. αἰσθάνομαι ἀπόλαυσιν διὰ τὸ πάθημά τινος, μετὰ γεν. προσώπ., Πλούτ. 2. 69D. ― Τὸ ῥῆμα εἶναι σχεδὸν ἀποκλειστικῶς Ἀττ., ἀλλ’ ἐκ τῶν τραγικῶν ποιητῶν μόνος ὁ Εὐρ. μετεχειρίσθη αὐτό, ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. 306.

Greek Monolingual

(AM ἀπολαύω)
1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος
2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι
νεοελλ.
(με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος
αρχ.
1. βγαίνω ωφελημένος
2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό
3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀπολαύοντες
αυτοί που καρπώνονται τον κόπο των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο - + λαύω. Το β' συνθετικό συνδέεται με το αττ. λεία, δωρ. λᾱ-ā και πιθ. με το λαρός «ευχάριστος» από τα οποία συνάγεται θ. law- ή lāw-, που απαντά επίσης στα γοτθ. lăun «μισθός», (αρχ. σλαβ.) lovŭ «λεία», λατ. lūctum «κέρδος» κ.λπ.
ΣΥΝΘ. εναπολαύω, επαπολαύω, παραπολαύω, προαπολαύω, προσαπολεύω, συναπολαύω.

Greek Monotonic

ἀπολαύω: μέλ. ἀπολαύσομαι, αόρ. αʹ -έλαυσα, παρακ. -λέλαυκα. (Το απλό λαύω δεν απαντά, αλλά πιθ. υπήρξε λάω ή λάϜω, απολαμβάνω, τέρπομαι
1. έχω την απόλαυση κάποιου πράγματος, λαμβάνω την ωφέλεια απ' αυτό, απολαμβάνω, με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· με την προσθήκη αιτ., ἀπολαύειν τί τινος, απολαμβάνω το όφελος που πηγάζει από κάτι, σε Αριστοφ., Θουκ.
2. ειρωνικά, επωφελούμαι από κάτι, τῶν Οἰδίπου κακῶν, σε Ευρ.· απόλ., έχω όφελος, βγαίνω ωφελημένος, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: enjoy (Ar.); "von Haus aus kein feines Wort" Wackernagel Unt. 229.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [655] *leh₂u- seize, capture
Etymology: Mostly connected with λεία, Dor. λαία (< *λαϜ-ία) booty, for which an IE root *lāu̯- seize, enjoy is assumed, found in isolated nouns. λαϜ- requires *leh₂u-. Lat. lucrum (< *lu-tlo-m) gain could then be *lh₂u-tlom (Schrijver 1991, 240), Germ., Goth. laun n. reward could be *leh₂u-no-, but OCS lovъ catch, chase, loviti catch, chase would require *lh₂eu-, which is an improbable formation. (Not to Skt. lotra-, lota- booty (lex.): from MInd. loptra-, Wackernagel Ai. Gramm. 1, 91). But -λαϜ could be *lh₂u̯-, but not *leh₂u̯- (> *λαϜ)-), and in both cases the F would disappear; *leh₂u-s- would give *λαυσ-. Not to λαρός. S. λεία.

Middle Liddell

1. to have enjoyment of a thing, to have the benefit of it, to enjoy, c. gen., Hdt., Attic:—with acc. added, ἀπολαύειν τί τινος to enjoy an advantage from some source, Ar., Thuc.
2. ironically, to have the benefit of, τῶν Οἰδίπου κακῶν Eur.: —absol. to have a benefit, come finely off, Ar.

Frisk Etymology German

ἀπολαύω: {apolaúō}
Grammar: v.
Meaning: genießen (ion. att., "von Haus aus kein feines Wort" Wackernagel Unt. 229).
Derivative: Davon die Verbalnomina ἀπόλαυσις (att., s. Holt Les noms d'action en -σις 193 mit Hinweisen), ἀπόλαυσμα (sp.) Genuß und das Adjektiv ἀπολαυστικός dem Genuß ergeben, genießbar (Arist., Plb. usw.).
Etymology: Ein entsprechendes Verb ist außerhalb des Griechischen nicht anzutreffen. Gewöhnlich wird ἀπολαύω mit λεία, dor. λαία (aus *λαϝία) Beute zu einer indogermanischen Wort- sippe lāu̯- erbeuten, genießen gezogen, die vorwiegend in verschiedenen isolierten Nomina vorliegt wie lat. lucrum (aus *lu-tlo-m) Gewinn, germ., z. B. got. laun n. Lohn, aksl. lovъ Fang, Jagd, loviti fangen, jagen u. a. m. (dagegen aind. lotra-, lota- Beute wohl mind. aus loptra-, vgl. Wackernagel Ai. Gramm. 1, 91). Curtius 362 mit älterer Lit.; näheres bei WP. 2, 379f., W.-Hofmann s. lucrum.
Page 1,123-124

Mantoulidis Etymological

(=καρποῦμαι). Σύνθετο ἀπό τό ἀπό + λαύω (ρίζα λαϝἤ λαβ-). Τό ἁπλό λαύω ἦταν πιθανόν: λάω ἤ λάϝω ἀπό ὅπου καί ἡ λεία, ληΐς καί λάτρις. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπόλαυσις, ἀπόλαυσμα, ἀπολαυστήρια, ἀπολαυστικός, ἀπολαυστός.

Lexicon Thucydideum

frui, to enjoy, possess, 1.70.7, 2.53.4, 7.27.4.