καμακίας

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

σῖτος, ὁ, corn

   A which makes too much straw, Thphr.HP 8.7.4.

German (Pape)

[Seite 1315] σῖτος, eine Getreideart, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰκίας: σῖτος, ὁ, εἶδος μακροῦ σίτου, δηλ. ἔχοντος μακρὰν καλάμην, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 4.

Greek Monolingual

καμακίας, ὁ (Α)
φρ. «καμακίας σῑτος» — είδος σίτου με μακρύ καλάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμαξ, -ακος + κατάλ. -ίας].