καλάμι

From LSJ

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source

Greek Monolingual

το (Μ καλάμι(ν)
1. το φυτό κάλαμος ο κοινός, με λεπτό, κυλινδρικό, ξυλώδες και ψηλό στέλεχος
2. αλιευτικό όργανο από μακρύ καλάμι που στην άκρη του έχει ορμιά με αγκρίστρια, κν. καλαμίδι
3. το πρόσθιο οστό της κνήμης, αντικνήμι
4. (ως μονάδα κατά προσέγγιση μετρήσεως μήκους) όσο εκτείνεται ένα καλάμι («ο ήλιος ανέβηκε ένα καλάμι από την κορφή του βουνού».
νεοελλ.
1. το στέλεχος του σταχιού, ιδίως αυτό που μένει στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά
2. το πηνίο γύρω από το οποίο περιτυλίγεται το νήμα, αλλ. μασούρι
3. φρ. μτφ. «καβαλάω το καλάμι» — υπερεκτιμώ τις ικανότητές μου, φέρομαι υπεροπτικά
νεοελλ.-μσν.
φλογέρα από καλάμι
μσν.
1. καλαμιώνας
2. βραχίονας λυχνίας
3. κύλιξ, ποτήρι
4. ποιμενική ράβδος, (α)γκλίτσα
5. φρ. α) «καλάμιν τοῦ ζαχάριτος» — ζαχαροκάλαμο
β) «καλάμι μυρωδικό» — ράβδος από ναστοκάλαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμ-ιον, υποκορ. του κάλαμος.
ΠΑΡ. μσν. καλαμερόν, καλαμεύγω
μσν.- νεοελλ.
καλαμίδι, καλαμωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν.-νεοελλ. καλαμοκάνι
νεοελλ.
καλαμοβύζω, καλαμογραφώ, καλαμοδόχη, καλαμοπόδαρος, καλαμοσίταρο, καλαμόσπιτο, καλαμόσχοινο, καλαμοτομώ. Βλ. και λ. καλάμη].

Translations

reed

Aghwan: 𐕒𐔱𐕒𐕡𐕣; Arabic: قَصَبَة‎, بُوصَة‎; Egyptian Arabic: قصبة‎, بوصة‎; Moroccan Arabic: قصب‎, قصبة‎; Armenian: եղեգ; Aromanian: arugoz, trescã, shuvar; Assamese: ইকৰ; Asturian: cañavera; Azerbaijani: qarğı, qamış; Basque: ihi; Belarusian: трыснёг, чарот, трысцё; Bulgarian: тръстика; Cahuilla: paxal; Catalan: canya; Central Tarahumara: baká; Chinese Mandarin: 蘆葦, 芦苇; Classical Nahuatl: ācatl; Czech: rákosí, sítí; Danish: siv, rør; Dutch: riet; Esperanto: kano; Finnish: kaisla, ruoko; French: roseau; Galician: carrizo, cana, xunco; Georgian: ლერწამი; German: Schilf, Ried, Rohr; Gothic: 𐍂𐌰𐌿𐍃; Greek: καλάμι, καλαμιά; Ancient Greek: κάλαμος, θρύον; Hebrew: קָנֶה‎; Huichol: háca; Hungarian: nád; Icelandic: sef, reyr; Indonesian: alang, alang-alang; Irish: giolcach, biorrach; Italian: canna, canniccio, giunco; Japanese: 葦, 蘆; Kazakh: қамыс; Khmer: ប្របុស; Korean: 갈대; Latgalian: nīdre; Latin: harundo, iuncus; Latvian: niedre; Lithuanian: nendrė; Macedonian: трска; Mayo: baaca; Middle English: red; Mongolian: хулс, ᠬᠤᠯᠤᠰᠤ; Navajo: lókʼaaʼ; Northern Tepehuan: vaapákai; Norwegian: siv, rør; Occitan: canavèra, rausa, cana, canòta; Old English: hreod; Ottoman Turkish: قامش‎, كلیز‎; Persian: نی‎, روخ‎; Plautdietsch: Schelp; Polish: trzcina; Portuguese: junco, cana; Romanian: stuf, trestie; Russian: тростник, камыш; Serbo-Croatian: trska; Slovak: trstina, tŕstie, trsť; Slovene: trsje; Spanish: junco, carrizo, caña; Swedish: säv, vass, rör; Tagalog: tambo; Tetelcingo Nahuatl: öcatl; Thai: กก; Turkish: saz; Uab Meto: humusu; Ukrainian: очерет, тростина, комиш; Vietnamese: sậy; Walloon: rozea; Westrobothnian: sevi, röir, vaass