ἐπιστασιάζω
English (LSJ)
A to be at variance further, S.E.M.11.37.
German (Pape)
[Seite 982] dabei, darüber uneinig sein, Sext. Emp. adv. eth. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστᾰσιάζω: στασιάζω ἐπί τινι, δὲν παραδέχομαί τι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 37, Θεοφύλ. Σιμοκ. 325. 11.
Greek Monolingual
ἐπιστασιάζω (AM)
στασιάζω, διαφωνώ με κάτι.