διαφωνώ
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Greek Monolingual
(-έω) (ΑΝ)
1. μουσ. κάνω παραφωνία, φαλτσάρω
2. αντιτίθεμαι, διχογνωμώ
αρχ.
1. δεν συμφωνώ καθόλου («διαφωνεῖ τι τῶν χρημάτων» — υπάρχει διαφορά στους λογαριασμούς, Πολύβ.)
2. χάνομαι, πεθαίνω («οὐ μέντοι διαπεφώνηκεν οὐδείς»
Αγαθαρχίδης στη Βιβλιοθήκη του Φωτίου)
3. παθ. διαμφισβητούμαι, διαφιλονικούμαι
4. (για υποσχέσεις) παραμένω ανεκπλήρωτος
5. (για πράγματα) καταστρέφομαι
6. αρπάζω, ληστεύω.