φαυλοκόλαξ
German (Pape)
[Seite 1259] ακος, ὁ, Schmeichler schlechter Menschen, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
φαυλοκόλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ κολακεύων φαύλους ἀνθρώπους, Νικήτ. Χρον. 174Β, Εὐστ. Πονημάτ. 261. 20.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Μ
βλ. φαυλοκόλακας.