φαυλοκόλακας

Greek Monolingual

ο / φαυλοκόλαξ, -ακος, ΝΜ
1. αυτός που κολακεύει φαύλους ανθρώπους
2. φαύλος κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + κόλαξ, -ακος].