δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ᾖστε: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδειτε, ἴδε ἐν λ. *εἴδω.
ᾖστε: Αττ. αντί ᾔδειτε, βʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα, βλ. *εἴδω.