τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
γνοφερός: γνόφος, γνοφόω, γνοφώδης, ἴδε ἐν δνοφ-.
-ά, -ό (Α γνοφερός, -ά, -όν) γνόφοςσκοτεινός.