A bare, expose, Hsch.s.v. ἐξώργησα.
ἐκγυμνόω: γυμνώνω, τὸ πᾶν τοῦ σώματος πλὴν τῆς αἰδοῦς ἐξεγύμνωσα Εὐμάθ. 4. 114. - Παθ., μεταφ., ἀναλίσκομαι, ἀφανίζομαι, Βαβρ. 22. 16.
-ῶ :ao. ἐξεγύμνωσα;mettre entièrement à nu.Étymologie: ἐκ, γυμνόω.