κυκνογενής

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek (Liddell-Scott)

κυκνογενής: -ές, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γεννηθεῖσα ἐκ πατρὸς κύκνου, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 24.

Greek Monolingual

κυκνογενής, -ές (Μ)
(επίθ. της Ελένης) αυτός που είναι γεννημένος από κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -γενής (< γένος), πρβλ. ευ-γενής, πυρι-γενής].