ἀροτραῖος
English (LSJ)
[ᾰρ], α, ον,
A of corn-land, rustic, θαλάμη AP7.209 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 357] vom Ackerland, θαλάμη ἀροτραίη Ant. Sid. 111 (VII, 209).
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτραῖος: η ον, ἀγροτικός, ἀροτραίη θαλάμη Ἀνθ. Π. 7. 209.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de labour.
Étymologie: ἄροτρον.