ἡ,
A guilelessness, innocence, Suid.
ἀκεραιοσύνη: ἡ, ἁπλότης, ἀθῳότης, Ἐπιστ. Βαρνάβα, Σουΐδ.
-ης, ἡcandidez, inocencia ὡς ἐν ἀκεραιοσύνῃ πιστεύει ὁ λαός Ep.Barn.3.6, cf. 10.4, cf. Sud.