inocencia
Spanish > Greek
inocencia = ἀκακία, ἀκεραιοσύνη, τὸ ἀκατάσκεπτον, ἀθῳότης, ἀσινότης, ἀναμαρτησία, ἀκερωσύνη, ἀπονηρευσία, τὸ ἀπόνηρον, τὸ ἀκατάψεκτον, ἀβλάβεια, ἀκεραιότης
* Look up in: Google | Wiktionary | Wikcionario
(Translation based on the reversal of DGE)