συντομία

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ἡ,

   A conciseness, λόγων Pl. Phdr.267b, cf. Lycurg.102, Arist.Rh.1407b28, Phld.Rh.1.176S., Gal.6.458.    II simplicity, in Music, Philoch.66.

Greek (Liddell-Scott)

συντομία: ἡ, (σύντομος ΙΙ) ὡς καὶ νῦν, βραχύτης, λόγων Πλάτ. Φαῖδρ. 267Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 161. 44, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 6, 1. ΙΙ. ἀμφίβ. ὅρος ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀθήν. 638Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
concision, brièveté.
Étymologie: σύντομος.