Dor. εὐ-κᾱλία, ἡ,
A quiet, Hsch.
εὐκηλία: ἡ, ἡσυχία, Ἡσύχ. (εὐκαλεία κῶδ.).
εὐκηλία, δωρ. τ. εὐκαλία, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) ησυχία.