εὐκηλία

English (LSJ)

Dor. εὐκαλία, ἡ, quiet, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκηλία: ἡ, ἡσυχία, Ἡσύχ. (εὐκαλεία κῶδ.).

Greek Monolingual

εὐκηλία, δωρ. τ. εὐκαλία, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ησυχία.

German (Pape)

ἡ, die Ruhe, Hesych.