ἡ,
A collar, AP6.14 (Antip. Sid.), 9.76 (Antip.).
[Seite 548] ἡ, = δειροπέδη, Ant. Sid. 15. 62 (VI, 14 IX, 76).
δεραιοπέδη: ἡ, = δειροπέδη, Ἀνθ. Π. 6. 14., 9. 76.
ης (ἡ) :collet pour les oiseaux.Étymologie: δέραιον, πέδη.