διαπορία
German (Pape)
[Seite 597] ἡ, Zweifel, D. L. 10, 27. 119; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διαπορία: ἡ, = διαπόρησις, Διογ. Λ. 10. 27, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
embarras, incertitude.
Étymologie: διαπορέω.
[Seite 597] ἡ, Zweifel, D. L. 10, 27. 119; Plut.
διαπορία: ἡ, = διαπόρησις, Διογ. Λ. 10. 27, κτλ.
ας (ἡ) :
embarras, incertitude.
Étymologie: διαπορέω.