διαπορέω

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰπορέω Medium diacritics: διαπορέω Low diacritics: διαπορέω Capitals: ΔΙΑΠΟΡΕΩ
Transliteration A: diaporéō Transliteration B: diaporeō Transliteration C: diaporeo Beta Code: diapore/w

English (LSJ)

A to be quite at a loss, be in doubt or be in difficulty, τί χρὴ δρᾶν Pl.Lg.777c; ἐπὶ τοῖς συμβαίνουσι Plb.4.71.5: in aor. Pass., διηπορήθη Aeschin.2.34: pf. Pass., διηπορημένος Plu.Alex.25:—Med., δ. ὑπ' αἰσχύνης Pl.Phdr.237a.
2 to be in want, Arist.Oec.1353a26.
II go through all the ἀπορίαι, Id.Pol.1276b36, al.: but,
2 commonly only a stronger form of ἀπορέω, raise an ἀπορία, start a difficulty, Id.EN1096a11; ἔστι δὲ τοῖς εὐπορῆσαι βουλομένοις προὔργου τὸ διαπορῆσαι καλῶς Id.Metaph.995a28; πὲρί τινος Plb.4.20.2, Phld. Sign.21; εἰ… Epicur.Fr.21:—Med., διαπορεῖσθαί τι περί τινος Pl. Sph.217a:—Pass., to be matter of doubt or discussion, Pl.Sph.250e, Arist.Metaph.1086a19, al.; τὸ διαπορούμενον Pl.Lg.799e; τὸ διαπορεῖσθαι Arist.EN1101a35; τὸ διαπορηθέν Id.Pol.1282b8: impers., διαπορεῖται περί τινος a question arises about... Id.HA631b2.

Spanish (DGE)

1 tr. indagar, preguntarse, dudar sobre τοιαῦτα Str.14.5.26, διαπορήσει τι τῶν σπουδῆς ἀξίων Plu.Fr.211, διαπορῶν τις ἃ δεῖ εἰπεῖν Tib.Fig.6, cf. Luc.Herm.42, c. interr. indir. πρὸς ἅ τις ἂν ... διαπορήσειε τί χρὴ δρᾶν Pl.Lg.777c, cf. Arist.EN 1096a12, περὶ τῆς Κυναιθέων ἀγριότητος, πῶς ... Plb.4.20.2, cf. D.S.1.89, Act.Ap.5.24, διαπορεῖν εἰ ... I.Ap.2.3, cf. Thphr.Fr.146, Plu.2.707c, τίνος ἕνεκα εὐθὺς διαπορήσομεν Ph.1.52, en v. pas. τὰ διαπορούμενα περὶ τῆς ἐκ πάθους ὁρμῆς Posidon.150b, τὰ διηπορημένα las cosas dudosas A.D.Coni.227.13, αἱ δυσωπίαι ἐν τοῖς διαπορηθεῖσι las confusiones en los asuntos de difícil solución Ph.1.330, μέγα ἔφησαν καὶ διηπορημένον dijeron algo importante y puesto en duda Luc.Philopatr.26, ἐπεμνήσθη τοῦ διαπορηθέντος Plu.2.658a, cf. Chrysipp.Stoic.2.102
abs. διαπορῆσαι καλῶς Arist.Metaph.995a28, cf. Pol.1276b36, Str.11.11.3.
2 intr. estar en la incertidumbre, en dificultad, desconcertado ἐπεὶ δὲ διηπόρουν Luc.Nec.4, cf. D.S.13.43, Ath.435d, c. giro prep. διηπόρουν ἐπὶ τοῖς συμβαίνουσι estaban desconcertados ante los acontecimientos Plb.4.71.5, cf. Herm.Sim.9.2.5, διαποροῦντας ὑπὲρ τοῦ πράγματος Plb.12.16.6, ὑπὸ τοῦ δεινοῦ D.S.19.45, περὶ τῶν οὕτως ὁμολογουμένων Longin.39.3, cf. Phld.Sign.21.25, tb. en v. med.-pas. ἵνα ... μὴ ... ὑπ' αἰσχύνης διαπορῶμαι Pl.Phdr.237a, περὶ αὐτῶν διαπορηθείς Pl.Sph.217a, cf. 250e, Lg.799e, διαπορεῖται δὲ περὶ αὐτῶν διὰ τί ... Arist.HA 631b2, τὸ διαπορεῖσθαι περὶ τοὺς κεκμηκότας εἴ ... Arist.EN 1101a35, cf. Metaph.1086a19, Pol.1282b8, διαπορούμενος ὑπὲρ τῶν πολεμίων ποῦ ποτ' εἰσί Plb.18.21.1, ἅπαντες διηποροῦντο πόθεν ... D.S.2.18, cf. Plu.Dio 5, c. compl. de tiempo ἐπὶ πολὺ διεπορεῖτο Plb.7.17.7, c. inf. διαπορουμένῳ δὲ αὐτῷ διακρῖναι ἔδοξε X.An.6.1.22
abs. διηπορημένον αὐτὸν ἰδών Plu.Alex.25, cf. Babr.112.8, Aesop.16, D.S.1.68.

French (Bailly abrégé)

διαπορῶ :
être dans l'embarras, dans l'incertitude.
Étymologie: διά, ἀπορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-απορέω [διά, ἀπορέω] in grote onzekerheid zijn, twijfelen:; δ. τί χρὴ δρᾶν in grote onzekerheid zijn wat men moet doen Plat. Lg. 777c; ἐπεὶ δὲ διηποροῦν omdat ik in onzekerheid was Luc. 38.4; ook med.: μή... ὑπ’ αἰσχύνης διαπορῶμαι opdat ik niet van schaamte in onzekerheid geraak Plat. Phaedr. 237a. een probleem opwerpen of hebben, zich afvragen:; διαπορῆσαι πῶς λέγεται ons af te vragen hoe (de term ‘goed’) wordt gebruikt Aristot. EN 1096a11; meestal med.-pass.:; τί δὲ μάλιστα... διαπορηθεὶς ἐρέσθαι διενοήθης; op welk punt had je een probleem, dat je op het idee kwam daarover een vraag te stellen? Plat. Sph. 217a; ptc. subst.: τὸ νῦν διαπορούμενον wat nu ter discussie staat Plat. Lg. 799e; τὸ πάλαι διαπορηθέν het eerdere probleem Aristot. Pol. 1282b8.

German (Pape)

1 durchaus in Verlegenheit sein, nicht wissen, τί δεῖ ποιεῖν Plat. Legg. VI.777c; vgl. Pol. 7.11; ἐπὶ τοῖς συμβαίνουσι 4.71; περί τινος, 4.20. Ebenso pass., eigtl. in Verlegenheit, Angst gesetzt werden, sein, τί περὶ αὐτῶν διαπορηθέντες ἂν λέγοιμεν Plat. Tim. 49d; vgl. Soph. 217a; φοβουμένη περὶ τῆς ἐμῆς σωτηρίας καὶ διηπορημένη Aesch. 2.148.
2 eine Untersuchung anstellen, διαπορῆσαι, πῶς λέγεται, Arist. Eth. Nic. 1.61, und öfter, wie Plut.; τὸ διαπορούμενον, das Bezweifelte, Plat. Legg. VII.799e; vgl. Soph. 250e; Arist. H.A. 9.48.
3 Mangel haben, Arist. Oec. 2.38.

Russian (Dvoretsky)

διαπορέω: (aor. pass. в знач. med. διεπορήθην, pf. pass. в знач. med. διηπόρημαι)
1 испытывать недостаток, терпеть нужду (ὁπότε διαποροίη τὸ στρατόπεδον Arst.);
2 быть в затруднении, колебаться, недоумевать, сомневаться (περί τινος Polyb., med. Plat., Arst. и ἐπί τινι Polyb.); τὸ διαπορούμενον Plat. и τὸ διηπορημένον Arst. затруднение, трудность; ἐν οἷς διαπόρηται πρὸς τὰ ὑπὸ τῶν ἄλλων εἰρημένα Arst. (главы), в которых было обращено внимание на трудности, связанные с высказываниями других (философов); ἐσίγησε καὶ διηπορήθη Aeschin., он растерялся и замолчал;
3 задаваться вопросом, исследовать, разбирать (τινα ἀπορίαν Arst.): περὶ ὧν διαπορῆσαι δεῖ πρῶτον Arst. то, о чем прежде всего должен быть поставлен вопрос.

English (Strong)

from διά and ἀπορέω; to be thoroughly nonplussed: (be in) doubt, be (much) perplexed.

English (Thayer)

διαπόρω imperfect διηπόρουν; middle (present infinitive διαπορεῖσθαι (R G)); imperfect διηπορουμην (T Tr WH); in the Greek Bible only in (Symm. and) Luke; properly, thoroughly (δ῾ιἀαπορέω (which see), to be entirely at a loss, to be in perplexity: absolutely διά τό with an infinitive περί τίνος, with oneself, for which L T Tr WH read the simple ἀπορεῖσθαι); ἐν ἑαυτῷ followed by indirect discourse, Plato, Aristotle, Polybius, Diodorus, Philo, Plutarch, others.)

Greek Monotonic

διαπορέω: μέλ. -ήσω,
I. βρίσκομαι ολοκληρωτικά σε απορία, αμηχανία, σε Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ., με Παθ. αόρ. και παρακ., στον ίδ.
II. εγείρω απορία, παρουσιάζω δυσκολία, σε Αριστ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ. — Παθ., είμαι υπό αμφιβολία, στον ίδ., σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

διαπορέω: ὅλως ἐν ἀπορίᾳ εὑρίσκομαι, εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἔχω δυσκολίας, τί χρὴ δρᾶν Πλάτ. Νόμ. 777C· περί τινος Πολύβ. 4. 20, 2· ἐπί τινι αὐτόθι 71, 5· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετὰ ἀορ. καὶ πρκμ. παθ., Πλάτ. Σοφ. 217Α, Αἰσχίν. 32. 42. 2) ἔχω ἀνάγκην, εὑρίσκομαι ἐν ἀνάγκῃ, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 39. ΙΙ. διέρχομαι ὅλας τὰς ἀπορίας, ὁ αὐτ. Πολ. 3. 4, 4, κτλ.· ἀλλά, 2) συνήθως, μόνον ἰσχυρότερός τις τύπος τοῦ ἀπορέω, ἐγείρω ἀπορίαν, παρουσιάζω δυσκολίαν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 1. 6, 1, ἔστι δὲ τοῖς εὐπορῆσαι βουλομένοις προὔργου τὸ διαπορῆσαι καλῶς ὁ αὐτ. Μεταφ. 2. 1. 2· - οὕτω καὶ ἐν τῇ μέσ. φωνῇ, Πλάτ. Φαίδρ. 237Α· διαπορεῖσθαί τι περί τινος ὁ αὐτ. Σοφ. 217Α· τὸ διαπορεῖσθαι, τὸ εὑρίσκειν δυσκολίαν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 5. - Παθ., εἶμαι ὑπὸ ἀμφιβολίαν ἢ συζήτησιν, παρέχω ὕλην πρὸς…, Πλάτ. Σοφ. 250Ε, Ἀριστ.· τὸ διαπορούμενον Πλάτ. Νόμ. 799Ε· τὸ διαπορηθὲν Ἀριστ.· Πολ. 3. 11, 20, κτλ.· ἀπροσ., διαπορεῖται περί τινος, ἐγείρεται ζήτημα, ὑπάρχει ἀπορία περὶ…, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 48, 6.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to be quite at a loss, Plat.:—so in Mid., with aor. and perf. pass., Plat.
II. to raise an ἀπορία, start a difficulty, Arist.:—so in Mid., Plat.: —Pass. to be matter of doubt or question, Plat., Arist.

Chinese

原文音譯:diaporšw 笛-阿-坡雷哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:經過-不-走
字義溯源:很困惑,大大為難,迷惑,猜疑,猶疑,心裏犯難,游移不定;由(διά)*=經過)與(ἀπορέω)=無路可走)組成;其中 (ἀπορέω)又由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(πορεύομαι)=走過)組成,而 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=察驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。文生(Vincent)說,這字的本意:從有可能解決問題的一大堆方法中,都找不到一個答案
出現次數:總共(5);路(2);徒(3)
譯字彙編
1) 猜疑(3) 路24:4; 徒2:12; 徒10:17;
2) 心裏犯難(1) 徒5:24;
3) 游移不定(1) 路9:7