παρακέντησις

Revision as of 18:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, Medic.,

   A tapping for dropsy, etc., Gal.18(1).39, Orib.44.13.4.    b couching for cataract, Gal.UP10.4 (pl.), Simp. in Cat.401.8.

German (Pape)

[Seite 482] ἡ, das Durchstechen, bes. des Unterleibes bei Wassersüchtigen, auch das Staarstechen, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

παρακέντησις: ἡ, σημεῖον κατὰ τὸ περιθώριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8613c. 4. ΙΙ. διάτρησις δι’ ἐργαλείου χειρουργικοῦ ἐν περιπτώσει ὕδρωπος ἢ ἀφαίρεσις καταρράκτου ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Γαλην., Πλίν.· - παρακεντήριον, τό, ἐργαλεῖον χειρουργικὸν πρὸς παρακέντησιν ἐν περιπτώσει ὕδρωπος ἢ πρὸς ἀφαίρεσιν καταρράκτου ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Γαλην. 12, σ. 16 (ἔνθα κοινῶς -κέντριον)· - παρακεντητής, οῦ, ὁ, ὁ ἐνεργῶν παρακέντησιν ἐν περιπτώσει ὕδρωπος ἢ ἀφαιρῶν καταρράκτην ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Γλωσσ. παρακεντρίζει ὁ λόγος τινὰς τῶν ὑψηλοτέρων ἐννοιῶν, ἅπτεται αὐτῶν, παρὰ τὸ ἑαυτοῦ κέντρον φερόμενος, Ν. Βασιλάκ. ἐν Annu. etc. VII, σελ. 154.