δεκαετία
English (LSJ)
ἡ,
A space of ten years, δεκαετίαν (-έτειαν Pap.) ἄρχειν Arist.Ath.3.1, cf. D.H.1.71, Str.15.1.43, Ph.1.531, Plu.Num.10.
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, Zeit von 10 Jahren, Dion. Hal. 1, 71; Plut. Num. 10 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαετία: ἡ, διάστημα χρονικὸν δέκα ἐτῶν, Διον. Ἁλ. 1. 71, Στράβων 705.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
période de dix ans.
Étymologie: δεκαετής.