ἐλεημοσύνη

Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ἡ,

   A pity, mercy, Call.Del.152.    2 charity, alms, LXX To.4.7, Ev.Matt.6.2, D.L.5.17.

German (Pape)

[Seite 794] ἡ, Mitleid, Erbarmen; Callim. Del. 151; bes. gegen Arme, Unterstützung, Almosengeben, D. L. 5, 17; N. T. u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεημοσύνη: ἡ, οἶκτος, ἔλεος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 152. 2) βοήθεια εἰς τοὺς πτωχούς, ἐλεημοσύνη, ἐκ τῆς λέξεως ταύτης ἔγεινε κατὰ παραφθορὰν ἡ Ἀγγλ. almus, ἡ Γερμ. Almosen, καὶ ἡ Σκωτικὴ awmous). Διογ. Λ. 5. 17, Καιν. Διαθ. κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
don charitable, aumône.
Étymologie: ἐλεήμων.