Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑτοιμαστικός

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

German (Pape)

[Seite 1052] zu-, vorbereitend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμαστικός: -ή, -όν, ὁ ἑτοιμάζων, προπαρασκευαστικός, ἑτοιμαστικὴ φωνή, ἡ ἑτοιμάζουσα τὴν ἀκοὴν τῶν ἀνθρώπων, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 764Α καὶ Β.

Greek Monolingual

ἑτοιμαστικός, -ή, -όν (Α) ετοιμαστής
αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει («ἑτοιμαστικὴ φωνή» — η φωνή που ετοιμάζει την ακοή τών ανθρώπων, Επιφάν.).