ἀρχιεράομαι

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

Med.,

   A to be high-priest or priestess, LXX 4 Ma. 4.18, J.AJ17.19.1, OGI544.14 (Ancyra), IG14.1878, BSA16.120 (Pisidia, iii A.D.), etc.: pf. part. ἠρχιεραμένος IGRom.3.1475 (Iconium).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχιεράομαι: Μέσ. εἶμαι, διατελῶ ἀρχιερεὺς ἢ πρώτη ἱέρεια, ὁ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτῷ ἀρχιερᾶσθαι Ἰωσήπ. Μακκ. 4. 502, 43· ἀρχιερασαμένην τῆς σεβαστῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 1929, 3422, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
être grand-prêtre en parl. du grand-prêtre des Juifs.
Étymologie: ἀρχιερεύς.