συμβιβάζω

Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

Causal of συμβαίνω,

   A bring together: Pass., to be put together, to be knit together, framed, ἔκ τινος Ep.Eph.4.16, Ep.Col.2.19.    2 metaph., bring to terms, reconcile, Hdt.1.74; σ. τινά τινι reconcile one to another, Th.2.29; σ. [τινὰς] εἰς τὸ μέσον, as mediator, Pl.Prt.337e: abs., bring about an agreement, IG12.57.24.    II put together, compare, examine, τὰ λεγόμενα Pl.Hp.Mi.369d; [τὰς μεταφοράς] Phld.Rh.1.174 S.; σ. περί τινων ὃ ἕκαστον εἴη Pl.R.504a (though Timaeus here expld. it intr. agree).    III elicit a logical consequence, infer (cf. συμβαίνω 111.3 b), Arist.Top.155a25, SE181a22; ἔκ τινων Id.Top.161b37; σ. ὅτι . . ib. 154a36; σ. ὡς . . Id.Rh.Al. 1426a37, 1441a6; σ. πότερον . . Id.Top.158b27; πῶς . . Phld.Rh.1.172 S. (Pass.); ὅτι . . Act.Ap.9.22: c. acc. et inf., Ocell.3.3:—Pass., συμβιβασθέντος when the conclusion has been drawn, v.l. in Arist.SE 179a30.    2 teach, instruct, συμβιβάσω ὑμᾶς ἃ ποιήσετε LXX Ex. 4.15; συμβιβάσεις τοὺς υἱούς σου ib.De.4.9, cf. Is.40.14, 1 Ep.Cor.2.16.

German (Pape)

[Seite 978] 1) zusammenführen, an einander fügen, verbinden, bes. Sp. Uebertr., aussöhnen, zu einem Vergleich bringen, durch ein Bündniß vereinigen, Her. 1, 74; τινά τινι, Thuc. 2, 29; Plat. Prot. 337 e. – 2) zusammenstellen und vergleichen, auch aus der Vergleichung schließen, folgern, Plat. Rep. VI, 504 a; συμβεβίβασται, S. Emp. adv. phys. 2, 319. Bei Sp. auch wie διδάσκειν, τινά, LXX. – 3) intr., übereinkommen über Etwas, περί τινος.

Greek (Liddell-Scott)

συμβῐβάζω: μεταβατικὸν τοῦ συμβαίνω, φέρω εἰς τὸ αὐτό· παθητ., φέρομαι εἰς τὸ αὐτό, συμπλέκομαι, σχηματίζομαι, ἔκ τινος Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. δϳ, 16, πρ. Κολοσ. βϳ, 19. 2) μεταφορ., ὡς καὶ νῦν, διαλλάττω, συμφιλιώνω, Ἡρόδ. 1. 74· σ. τινά τινι, διαλλάττω τινὰ πρός τινα, Θουκ. 2. 29· σ. τινὰς εἰς τὸ μέσον, ὡς μεσίτης, Πλάτ. Πρωτ. 337Ε. ― Παθ., συμβιβασθέντας ὁμοίως, διὰ κοινῆς συμφωνίας, διὰ συμβιβασμοῦ, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 24, 1. ΙΙ. ὡς τὸ συμβάλλω ΙΙΙ, βάλλω ὁμοῦ, παραβάλλω, ἐξετάζω, τὰ λεγόμενα Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 369D· σ. περί τινων ὃ ἕκαστον εἴη ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 504Α (ἂν καὶ ἐντεῦθα ὁ Τίμαιος ἡρμήνευσεν ἀμεταβ., συμφωνῶ, ἴδε Ruhnk.). ΙΙΙ. ἀποδεικνύω λογικῶς (πρβλ. συμβαίνω ΙΙΙ. 3. β), Ἀριστ. Τοπ. 7. 5, 10, Σοφιστ. Ἔλεγχ. 28· τι ἔκ τινων ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 8. 11, 9· σ. ὅτι... αὐτόθι 7. 5. 2· σ. ὡς... ὁ αὐτ. ἐν Ρήτορ. πρ. Ἀλ. 4. 9., 36. 8· σ. πότερον... ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 8. 3, 4· ὅτι... Πράξ. Ἀποστ. θϳ, 22· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., Ocell. εἰς Λουκ. 3. 2) διδάσκω, τινὰ καὶ τινά τι, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Μϳ, 14), Αϳ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. βϳ, 16· ― οἱ δὲ Ἀττικοὶ ἐχρῶντο τῷ προσβιβάζειν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας.

French (Bailly abrégé)

réconcilier : τινά τινι une personne avec une autre.
Étymologie: σύν, βιβάζω.