βιβάζω
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
fut. βιβάσω, Att. βιβῶ, with part.
A βιβῶν S.OC381, (δια-) Pl.Lg.900c, D.23.157, (ἐμ-) X.An.5.7.8, (προσ-) Ar.Av.426, Pl. Phdr.229e (but διαβιβάσοντες codd. in X.An.4.8.8, 5.2.10): aor. ἐβίβασα (ἀν-) Id HG4.5.3, (ἀπ-) Pl.Grg. 511e:—Med., pres. (ἀνα-) Th.7.33: fut. βιβάσομαι, Att. βιβῶμαι (ἀνα-) Amips.30, Aeschin.2.146, D.19.310, but ἀναβιβάσομαι codd. in And. 1.148, Lys.18.24: aor. ἐβιβασάμην (ἀν-) Th.7.35, Lys.20.34, etc.:—Pann., fut. βιβασθήσομαι (δια-) D.S. 13.81: aor. βιβασθείς Arist.HA577a30: pf. βεβίβασται (συμ-) S.E. M.7.283:—causal of βαίνω, mostly used in compds., cause to mount, exalt, πρὸς οὐρανὸν βιβῶν S.OC381: simply, cause to go, μή με τᾶσδ' ἐξ ὁδοῦ βίβαζε Id.Ichn.368.
II of animals, put the female to the male, Alc.Com.18, Arist.HA573b7; also of the male, Horap.1.48:—Pass., of the female, Arist.HA577a29, LXX Le.18.23.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. part. βιβῶν S.OC 381]
1 hacer ir, conducir μή με τᾶσδ' ἐξ ὁδοῦ βίβαζε S.Fr.314.377
•fig. exaltar τὸ Καδμείων πέδον ... πρὸς οὐρανόν S.l.c.
2 de anim. machos montar, cubrir dicho cóm. de pers., Alc.Com.18, (ὕν) θυῶσαν ... βιβάζειν Arist.HA 573b7, cf. 9, Ael.Dion.β 14, Plu.2.303a, Horap.1.48
•en v. pas., de hembras ser cubierta, dejarse cubrir τεκοῦσα δὲ βιβάζεται ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ Arist.HA 577a29, cf. LXX Le.18.23, βιβάζονται καὶ τίκτουσιν Str.15.1.43.
3 intr., tb. de anim. copular, Cyran.2.14.11.
• Etimología: Forma red. c. el suf. -ζω de la misma r. de βαίνω q.u.
German (Pape)
[Seite 444] gehen lassen, πρὸς οὐρανὸν βιβῶν (fut.) Soph. O. C. 381; – bespringen lassen, Arist. H. A. 6, 19; Plut. Lyc. 15 = bespringen; pass., Arist. H. A. 6, 23 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., f. part. βιβῶν, ao. ἐβίβασα;
Pass. seul. ao. part. βιβασθείς;
faire aller, faire monter : πρὸς οὐρανόν SOPH vers le ciel.
Étymologie: R. Βα, marcher, avec redoubl. ; cf. βαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιβάζω βαίνω imperf. ἐβίβαζον, med. ἐβιβαζόμην; fut. βιβάσω, Att. βιβῶ, ptc. βιβῶν, doen gaan; overdr.. πρὸς οὐρανὸν βιβῶν om (de roem) ten hemel te laten stijgen Soph. OC 381.
Russian (Dvoretsky)
βιβάζω:
1 возносить, поднимать (πρὸς οὐρανόν Soph.);
2 (о животных), случать (ὗν θυῶσαν, βιβάζεται ἡ ὄνος Arst.).
Frisk Etymological English
See also: s. βαίνω.
Greek Monolingual
βιβάζω (Α) και βιβάζομαι (Μ)
μσν.
μπαίνω μέσα
αρχ.
1. ανυψώνω, ανεβάζω κάποιον ή κάτι
2. βάζω ζευγάρι ζώων μαζί για γονιμοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. ενεστώτα του ρ. βαίνω, με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό, παρεκτεταμένος με το παραγωγικό επίθημα -ζω (πρβλ. και νεοελλ. βάζω και βγάζω].
Greek Monotonic
βῐβάζω: μέλ. βιβάσω, Αττ. βιβῶ, αόρ. αʹ ἐβίβασα — Μέσ. μέλ. βιβάσομαι, Αττ. βιβῶμαι, αόρ. αʹ ἐβιβασάμην, μτβ. του βαίνω, κάνω κάτι να ανέβει, εγείρω, εξυψώνω, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
βιβάζω: μέλλ. βιβάσω, Ἀττ. βιβῶ Σοφ. Ο. Κ. 381, (δια-) Πλάτ. Νόμ. 900C, Δημ. 672. 13, (ἐμ-) Ξεν. Ἀν. 5. 7, 8, (προσ-) Ἀριστοφ. Ὄρν. 426, Πλάτ. (ὁπόθεν ὁ Dind. διορθοῖ διαβιβάσοντες ἐν Ξεν. Ἀν. 4. 8, 8., 5. 2, 10)· ἀόρ. ἐβίβασα (ἀν-) Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 3, (ἀπ-) Πλάτ. Γοργ. 511Ε. – Μέσ., ἐνεστ. (ἀνα-) Θουκ. 3. 33· μέλλ. βιβάσομαι, Ἀττ. βιβῶμαι (ἀνα-) Ἀμειψ. ἐν Ἀδήλ. 10, Αἰσχίν. 47. 33, Δημ., (ὁπόθεν πιθ. ἀναβιβάσομαι παρ’ Ἀνδοκ. 19. 18, Λυσ. 151. 28 πρέπει νὰ διορθωθῶσιν)· ἀόρ. ἐβιβασάμην (ἀν-) Θουκ. 7. 35, Λυσ. 161. 9, κτλ. – Παθ., μέλλ. βιβασθήσομαι (δια-) Διόδ. 13. 81· ἀόρ. βιβασθεὶς Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 23, 3· πρκμ. βεβίβασται (συμ-) Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 283. Μεταβ. τοῦ βαίνω, τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν συνθέτοις (ἴδε ἀνωτ.) κάμνω τινὰ νὰ ἀναβῇ, ἐγείρω, ἐξυψῶ, πρὸς οὐρανὸν βιβῶν Σοφ. Ο. Κ. 381. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, ἀναβιβάζω τὸ ἄρρεν ἐπὶ τὸ θῆλυ, Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλ. 2, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 18, 28. – Παθ., ἐπὶ τοῦ θήλεος, αὐτόθι 6. 23, 3, Ἑβδ.
Middle Liddell
Causal of βαίνω, to make to mount, to lift up, exalt, Soph.
Frisk Etymology German
βιβάζω: {bibázō}
Forms: βιβάς, βιβάσθων, βιβάσκω
Grammar: v.
See also: s. βαίνω.
Page 1,235
Mantoulidis Etymological
(=ἀνεβάζω, ἐξυψώνω). Ἀπό ρίζα βα- (τοῦ βαίνω) μέ ἐνεστωτικό ἀναδιπλασιασμό → βιβα+πρόσφυμα j → βι-βαδ-j-ω → βιβάζω.
Παράγωγα: βίβασις, διαβίβασις, συμβιβασμός, βιβαστής, διαβιβαστής, ἀναβιβαστέον, καταβιβαστέος.