γάκινος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek (Liddell-Scott)
γάκῑνος: ὁ πληθ. γάκῑνα, τά, σεισμός· καὶ γᾱκίνας, ὁ, ὁ τὴν γῆν κινῶν, σείων· ― μόνον παρ’ Ἡσυχ. καὶ Ἐτυμ. Μ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γακίνας Hsch., Eust.
1 epít. de Posidón que mueve la tierra Eust.708.21, 1012.9, EM 219.41G.
2 terremoto Hsch., así llamado por provocarlo Posidón, Eust.890.38, cf. EM 219.41G.