ἀντιφωτισμός

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ὁ,

   A reflection of light, Plu.2.625e; πρὸς τὴν σελήνην Id.Nic.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφωτισμός: ὁ, (φωτίζω) ἀντανάκλασις φωτός, ἀντίλαμψις, πῶς νῦν (τὰ αἰσθητήρια τῶν γερόντων) ἐν τῷ ἀναγιγνώσκειν τὸν ἐγγύθεν ἀντιφωτισμὸν οὐ φέρουσι; Πλούτ. 2.625DϏ ὁ πρὸς τὴν σελήνην τῶν ἀσπίδων ἀντιφωτισμὸς ὁ αὐτ. Νικ. 21.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
réflexion de la lumière.
Étymologie: ἀντί, φωτίζω.