ὀξύσχοινος

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ὁ,

   A great sea-rush, Juncus acutus, Batr.164, Dsc.4.52, Gal.12.136.

German (Pape)

[Seite 354] ὁ, eine spitze od. scharfe Binsenart, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύσχοινος: ὁ, σχοῖνος ἄποξις ἐπ’ ἄκρου, εἶδος ἑλείας σχοίνου, Βατραχομυομ. 164, Διοσκ. 4. 52.

Greek Monolingual

ὀξύσχοινος, ὁ (Α)
είδος σχοίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + σχοῖνος.