ὀξύσχοινος

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξύσχοινος Medium diacritics: ὀξύσχοινος Low diacritics: οξύσχοινος Capitals: ΟΞΥΣΧΟΙΝΟΣ
Transliteration A: oxýschoinos Transliteration B: oxyschoinos Transliteration C: oksyschoinos Beta Code: o)cu/sxoinos

English (LSJ)

ὁ,
A great sea-rush, Juncus acutus, Batr.164, Dsc.4.52, Gal.12.136.

German (Pape)

[Seite 354] ὁ, eine spitze od. scharfe Binsenart, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύσχοινος: ὁ, σχοῖνος ἄποξις ἐπ’ ἄκρου, εἶδος ἑλείας σχοίνου, Βατραχομυομ. 164, Διοσκ. 4. 52.

Greek Monolingual

ὀξύσχοινος, ὁ (Α)
είδος σχοίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + σχοῖνος.