στεφανοποιός

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ὁ,

   A chapletmaker, Arist.MM 1206a27, A.D.Adv.189.9.

German (Pape)

[Seite 939] Kränze machend, Arist. magn. mor. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν στεφάνους, Ἀριστ. Μ. Ἠθικ. 2. 7, 30, Α. Β. 602.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κατασκευαστής στεφάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + -ποιός].