στέφανος

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέφᾰνος Medium diacritics: στέφανος Low diacritics: στέφανος Capitals: ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: stéphanos Transliteration B: stephanos Transliteration C: stefanos Beta Code: ste/fanos

English (LSJ)

ὁ, (στέφω)
A that which surrounds or encompasses, πάντῃ γάρ σε περὶ σ. πολέμοιο δέδηεν the circling fight, Il. 13.736; of the wall round a town, Pi.O.8.32; σ. πόλεος Anacr.72, cf. Orph.A.761,897; cf. στεφάνη 1.2; καλλίπαις στέφανος = circle of fair children, E.HF839.
II crown, wreath, chaplet, h.Hom.7.42; χρύσεος ib.32.6; στεφάνους . . ἄνθεα ποίης Hes. Th.576, cf. Pi.P.4.240; κισσίνους σ. δρυός τε E. Ba.703; δάφνας σ. Isyll.19; ῥόδινος, ῥοδόεις, Anacr.83, Theoc.7.64; ἀνθεμεῦντες Anacr.62; πλεκτὸν στέφανον ἐκ λειμῶνος φέρω E.Hipp.73, cf. Xenoph.1.2; μύρτων Ar.Ra.330 (lyr.); κιττοῦ καὶ ἴων Pl.Smp.212e; φιλύρας Xenarch.13, etc.; στεφάνωσεν δρακόντων στεφάνοις E.Ba. 102 (lyr.); στέφανον εἴρειν, στέφανον πλέκειν, στέφανον ἀνείρειν, Pi.N.7.77, I.8(7).74, Ar.Ach. 1006; ὑφαίνειν Plu.2.646e; πέρθεσθαι φόβαισι Sapph.78, cf. E.Med. 984 (lyr.); θεῖσα ἀμφὶ βοστρύχοις ib.1160; σ. ἐλαίας ἀμφέθηκά σοι Id.Ion 1433; περιθεῖναι σ. τινί Ar.Eq.1227; χρυσῷ σ. ἀναδῆσαί τινα Th. 4.121; χρυσῷ στεφάνῳ στεφανωθῆναι Pl.Ion 530d; μύρα, στεφάνους ἑτοίμασον for a feast, Men. 273, cf. Amphis 9.4, Alex.250, etc.; hung at the door on festive occasions, Ephipp.3.2.
b in plural, οἱ στέφανοι the garland-market, Antiph.83.
2 crown of victory at the public games, Pi.O.8.76; τῆς ἐλαίης τὸν διδόμενον στέφανον Hdt.8.26; νικᾶν παγκρατίου στέφανον Pi.N.5.5, cf. I.1.21; σ. ἔλαχεν Id.O.10(11).61; ὁ ἐπὶ τοῦ στεφάνου, title of an officer who had charge of these matters in Roman times, IGRom.4.1435.15 (Smyrna).
b honorary wreath or crown, freq. worked in gold, awarded for public services in war or peace, IG12.110.10, 22.212.24, 338.19, al., Pl.Lg.943c, Aeschin. 2.46, OGI49.7 (Egypt, iii B.C.), al., Callix.2: such crowns were freq. dedicated in temples, IG22.1386.33, cf. 11(2).199 B 60, al. (Delos, iii B.C.); περὶ τοῦ στεφάνου, title of D.18, cf. Aeschin.3.187, al.: metaph., prize, reward, αὑτῷ μὲν σ. περιθείς, Σαμίοισι δὲ κῦδος Epigr. ap.Hdt.4.88; τοὺς παῖδας . . δημοσίᾳ ἡ πόλις θρέψει, ὠφέλιμον σ… τῶν . . ἀγώνων προτιθεῖσα Th.2.46; τοῦδε γὰρ ὁ στέφανος his is the prize (or perhaps for (bringing) him the prize is offered), S.Ph.841 (hex.).
c στέφανος πυργωτὸς καὶ οὐαλλάριος = Lat. corona muralis et vallaris, a Roman military decoration, OGI560.10 (Tlos, i A.D.); στέφανος τειχικός ib.540.19 (Pessinus, i A.D.).
3 crown of glory, honour, οὐκ ἂν αἰσχυνθείην εἰπὼν στέφανον τῆς πατρίδος εἶναι τὰς ἐκείνων ψυχάς Lycurg.50; ἐλευθερίας ἀμφέθετο στέφανον Simon.98; στέφανος εὐκλείας μέγας S.Aj.465, cf. Pi.P.1. 100, E.Supp.315; μέγας γάρ σοι ὁ στέφανος ἐστιν ὑπὸ πάντων εὐλογεῖσθαι PSI 4.405.4 (iii B.C.); στέφανος ζωῆς, στέφανος δόξης, Ep.Jac.1.12, 1 Ep.Pet.5.4; ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος 2 Ep.Ti.4.8. ἀνδρὸς στέφανος παῖδες Hom.Epigr.13, cf. E. IA194 (lyr.), 1 Ep.Thess.2.19.
4 crown as a badge of office, D.21.32; πέπαυνται ἄρχοντες καὶ τοὺς σ. περιῄρηνται Id.26.5; ὁ βασιλεὺς ὅταν δικάζῃ περιαιρεῖται τὸν στέφανον Arist.Ath.57.4; ὁ στέφανος οὗτος, of the office of ἀρχιερεὺς Ἀσίας, Philostr.VS 1.21.2, cf. OGI470.21 (Asia Minor), Lib. Or.53.4; ἔχειν τὸν στέφανον to be in office, SIG1007.22 (Pergam., ii B.C.); ἡ ἀπόθεσις τῶν στεφάνων ib.900.16 (Panamara, iv A.D.); ἀναδήσασθαι τὸν στέφανον τοῦτον POxy.1252v.20 (iii A.D.): v. στεφανηφόρος ΙΙ, στεφανόω II.5.
5 in Egypt, money gift to the sovereign, levied by the state, PTeb.746.24 (iii B.C.), PSI4.388.5 (iii B.C.), PCair.Zen.36.27 (iii B.C.), etc.; like wise in Syria, LXX 1 Ma. 10.20; also of similar gifts to a court favourite, PFay.14 (ii B.C.), cf. Ostr.Bodl.i202 (ii B.C.).
6 τὰς εἰς τὸν στέφανον ἐπαγγελίας οὐκ ἔλαβον = aurum coronarium non accepi, Mon.Anc.11.22, cf.PFay.20.7 (iii/iv A.D.).
7 donation, euphemism for a bribe, διεθέντος μου ὑπάρξει σοι εἰς σ. τάλαντα δεκαπέντε PGrenf.1.41.2 (ii B.C.), cf. OGI221.6 (Ilium, iii B.C.), PGoodsp.Cair. 5.5 (ii B.C.); gratuity, bonus, PFlor.74.14 (ii A.D.).
8 the constellation Corona, Epimenid.25, Arist.Mete.362b10, Arat.71, PHib. 1.27.58, 187 (iii B.C.); σ. τόν τε κλείουσ' Ἀριάδνης A.R.3.1003.
9 name of a πηγή in the Chaldaean system, Dam.Pr.96.
10= δάφνη Ἀλεξανδρεία, Dsc.4.145; Ἡλίου στέφανος = ἅλιμος, Ps.-Dsc.1.91.

German (Pape)

[Seite 939] ὁ, eigtl. Umgebung, Umkränzung, πάντῃ γάρ σε περὶ στέφανος πολέμοιο δέδηεν, die Umzingelung der Schlacht, rings um dich ist die Schlacht entbrannt, Il. 13, 736, von den Riugmauern einer Stadt, Pind. Ol. 8, 32. – Gew. der Kranz, die Krone; in dieser Bedeutung erscheint das Wort bei Hom. noch nicht, vgl. unter στεφάνη; zweifelhaft Hom. epigr. 13, 1 ἀνδρὸς μὲν στέφανος παῖδες, πύργοι δὲ πόληος; und Hom. hymn. 32, 6 στίλβει δέ τ' ἀλάμπετος ἀὴρ χρυσέου ἀπὸ στεφάνου; und Hom. hymn. 6, 42 πάντες δὲ σκαλμοὶ στεφάνους ἔχον; entschieden Blumenkranz Hesiod. Th. 576, unächte Stelle; Kranz oft bei Pind., als Siegeszeichen: στέφανος περίκειται αὐτοῖς, Ol. 8, 76; θεμίπλεκτοι, N. 9, 53; νικαφόροι, I. 1, 21; τηλαυγεῖς, P. 2, 6; στέφανον ποταίνιον ἔλαχε, Ol. 11, 61; στέφανον ὕψιστον δέδεκται, P. 1, 100; στεφάνους εἴρειν, Kränze winden, N. 7, 77, u. sonst; τοῦδε γὰρ ὁ στέφανος, sein ist der Siegeskranz, Soph. Phil. 830; ὧν (ἀριστείων) αὐτὸς ἔσχε στέφανον εὐκλείας μέγαν, Ai. 460; χρυσεότευκτον στέφανον περιθέσθαι, Eur. Med. 984; χλωροκόμῳ στεφάνῳ δάφνας κοσμηθεῖσαν, I. A. 759, u. öfter; ἀνθέμων, Ar. Ach. 956; κοτίνου, Plut. 586; μύρτων, Ran. 330; στέφανον πλέκειν, Th. 400; ἀνείρειν, Ach. 970, flechten; περιτίθεσθαι, 380; ἀφαιρεῖν, Plut. 22; ἐλαίης, Her. 8, 26; auch θαλλοῦ, und στέφανος θαλλοῦ χρυσοῦς, ein aus Gold gearbeiteter Oelkranz, Böckh Inscr. I p. 242; Thuc. 4, 121; κιττοῦ τέ τινι στεφάνῳ δασεῖ καὶ ἴων, Plat. Conv. 212 e; χρυσῷ στεφάνῳ στεφανωθῆναι, Ion 530 d, wie Xen. An. 1, 7, 7 u. öfter; Kränze wurden auch aufs Grab gelegt, An. 1, 2, 9; στέφανοί εἰσιν ἀρετῆς σημεῖον, φιάλαι δὲ πλούτου, Dem. 22, 75, u. öfter als Ehrenzeichen, welches einem um den Staat wohlverdienten Bürger gegeben wird; στ. ἀριστείας, D. Hal. 8, 58; δικαιοσύνης καὶ χρηστότητος, Plut. Philop. et Elam. 3. – Als Weihgeschenk, Dem. 24, 180 ff. – Περιπατεῖ ἐν τοῖς στεφάνοις, auf dem Kranzmarkte, Antiphan. bei Ath. IX, 350 f.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tout ce qui entoure :
1 cercle d'une armée sur le champ de bataille;
2 couronne de feuillage, couronne de fleurs, couronne de métal : στέφανον ὑφαίνειν PLUT tresser une couronne ; στεφάνῳ στεφανοῦν τινα AR, ἀναδεῖν THC ceindre d'une couronne ; στέφανον περιθεῖναι AR, περιθέσθαι EUR m. sign. ; fig. honneur, gloire, récompense;
NT: (fig.) prix, signe de victoire.
Étymologie: στέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέφανος -ου, ὁ [στέφω] krans, kring, ring:; πάντῃ … σε περὶ στέφανος πολέμοιο δέδηε overal om je heen brandt een ring van strijd Il. 13.736; καλλίπαις σ. de kring van mooie kinderen Eur. HF 839; van een muur om een stad. Pind. krans, van bloemen of twijgen, maar ook van edelmetalen:; κιττοῦ καὶ ἴων van klimop en viooltjes Plat. Smp. 212e; στεφάνους ἀνείρειν kransen vlechten Aristoph. Ach. 1006; χρυσῷ στεφάνῳ στεφανωθῆναι bekranst worden met een gouden krans Plat. Ion 530d; περιτιθέναι of ἀμφιτιθέναι στέφανον, met dat. iem. een krans omdoen, iem. bekransen; als prijs voor atleten of dichters:; τῆς ἐλαίης τὸν διδόμενον στέφανον de krans van olijftwijgen die uitgereikt wordt (aan de winnaar) Hdt. 8.26.2; als eerbewijs voor verdiensten ten aanzien van de gemeenschap:. στέφανον … τὸ νικητήριον ἑκάστοις εἶναι θαλλοῦ dat de prijs voor ieder een krans moet zijn van (olijf)twijgen Plat. Lg. 943c; περὶ τοῦ στεφάνου over de krans Dem. 18 titel; als onderscheidingsteken van een politiek of religieus ambt Dem. 21.32. overdr. prijs, eerbewijs, onderscheiding, beloning.

Russian (Dvoretsky)

στέφᾰνος:
1 окружность, окружение, круг: σ. πολέμοιο Hom. кипящий вокруг бой; καλλίπαις σ. Eur. круг красивых детей;
2 опоясывающие город стены, городская стена Pind., Anacr.;
3 венок, венец (σ. χρύσεος HH; σ. ῥοδόεις Theocr.): σ. δρυός Eur. дубовый венок;
4 досл. победный венок, перен. победа: τοῦδε γὰρ ὁ σ. Soph. победа принадлежит ему;
5 награда, знак отличия, слава (σ. δικαιοσύνης Plut.): στέφανον εὐκλείας μέγαν σχεῖν Soph. стяжать великую славу;
6 созвездие Венца Arst.

English (Autenrieth)

(στέφω): crown, ring, Il. 13.736†. See στεφάνη.

English (Slater)

στέφᾰνος (-ος, -ῳ, -ον, -οι, -ων, -οις(ι), -οισιν, -ους.)
   a crown presented to an athletic victor χαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι (O. 3.6) αἴτει σκιαρόν τε φύτευμα στέφανόν τ' ἀρετᾶν (O. 3.18) μετὰ στέφανον ἰών (O. 4.23) ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ δέκευ (O. 5.1) στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο (O. 6.26) ἕκτος οἶς ἤδη στέφανος περίκειται φυλλοφόρων ἀπ' ἀγώνων (O. 8.76) στεφάνων ἄωτοι (O. 9.19) τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον; (O. 10.61) κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω (O. 11.13) δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν (O. 13.29) ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν (P. 1.37) στέφανον ὕψιστον δέδεκται (P. 1.100) τηλαυγέσιν ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν στεφάνοις (P. 2.6) κῶμόν τ' ἀέθλων Πυθίων αἴγλαν στεφάνοις (P. 3.73) υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (P. 10.26) τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν (P. 10.58) Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών (P. 11.14) ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη (N. 2.22) ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8) Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος ὅρμον στεφάνων πέμψαντα (N. 4.17) οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων (N. 4.77) Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον (N. 5.5) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (N. 6.26) εἴρειν στεφάνους ἐλαφρόν (N. 7.77) (φιάλαις) ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοίδα στεφάνοις ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος (N. 9.53) καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) (N. 10.26) ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων (I. 1.10) γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων (I. 1.21) ἐν βάσσαισι Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους (I. 3.11) ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν (I. 5.8) λάμ- βανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν (I. 5.62) ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων (I. 6.4) ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων (I. 7.39) πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον (I. 7.51) μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων (I. 8.6) ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον (I. 8.67) μναστὴρ στεφάνων (sc. ἀγών) fr. 20. στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος (Pae. 6.13) χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2. . ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 2.
   b garland as sign of festivity or success ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους (v.l. στεφάνοις) (O. 2.74) στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον (P. 4.240) χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω (P. 8.57) πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους (P. 9.124) στεφά]νοισι παν [ (e Σ supp. Snell) Πα. . 1. ]πλόκον ς[τεφά]νων κισσίνων Δ. 3. . ἰοδέτων λάχετε στεφάνων (sc. θεοί) fr. 75. 6. Αἰολάδα σταθμὸν ὑμνήσω στεφάνοισι θάλλοισα παρθένιον κάρα Παρθ. 2. 11. ἐντὶ [δὲ καὶ] θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου (Wil.: στέφανον cod.) Θρ. 3. 3.
   c circling wall Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι (O. 8.32)

Spanish

corona

English (Strong)

from an apparently primary stepho (to twine or wreathe); a chaplet (as a badge of royalty, a prize in the public games or a symbol of honor generally; but more conspicuous and elaborate than the simple fillet, διάδημα), literally or figuratively: crown.

English (Thayer)

στεφάνου, ὁ (στέφω (to put round; cf. Curtius, § 224)), the Sept. for עֲטָרָה (from Homer down), a crown (with which the head is encircled);
a. properly, as a mark of royal or (in general) exalted rank (such passages in the Sept. as Complutensian, Lagarde LXX), perhaps justify the doubt whether the distinction between στέφανος and διάδημα (which see) was strictly observed in Hellenistic Greek): ἀστέρων δώδεκα, BB. DD. under the word Games>): α. the eternal blessedness which will be given as a prize to the genuine servants of God and Christ: ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, the crown (wreath) which is the reward of righteousness, λαμβάνεσθαι, διδόναι τόν στέφανον τῆς ζωῆς, equivalent to τήν ζωήν ὡς τόν στέφανον, κομίζεσθαι τόν τῆς δόξης στέφανον, λαβεῖν τόν στέφανον τίνος, to cause one to fail of the promised and hoped for prize, β. that which is an ornament and honor to one: so of persons, στέφανος καυχήσεως (see καύχησις, Proverbs 17:6, etc.).
Στεφάνου, ὁ, Stephen, one of the seven 'deacons' of the church at Jerusalem who was stoned to death by the Jews: Acts 22:20.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. κυκλικό πλέγμα από φυλλοφόρα κλαδιά και άνθη το οποίο είτε περιβάλλει την κεφαλή, είτε χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό στοιχείο, ως σημάδι εορτασμού και χαράς ή και ως απότιση φόρου τιμής σε μνημεία ηρώων ή, κατά την αρχαιότητα, σε ναούς, στεφάνι
2. στεφάνι που δίνεται ως έπαθλο στους νικητές αγώνων («νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον», Πίνδ.)
3. μτφ. ηθική τιμητική ανταμοιβή (α. «στέφανος αρετής» β. «ὧν αὐτὸς ἔσχε στέφανον εὐκλείας», Σοφ.)
4. φρ. α) «ακάνθινος στέφανος» ή «στέφανος ἐξ ἀκανθῶν»
εκκλ. το αγκάθινο στεφάνι με το οποίο εμπαικτικώς έστεψαν τον Ιησού οι Ρωμαίοι στρατιώτες κατά την ημέρα της σταύρωσής του
β) «βόρειος στέφανος»
αστρον. μικρός βόρειος αστερισμός που είναι τοποθετημένος μεταξύ τών αστερισμών του Όφεως, του Ηρακλή και του Βοώτη, του οποίου οι κυριότεροι αστέρες σχηματίζουν ημικύκλιο
γ) «νότιος στέφανος»
αστρον. μικρός νότιος αστερισμός που είναι τοποθετημένος στα όρια του γαλαξία μεταξύ τών αστερισμών του Σκορπιού, του Τηλεσκοπίου και του Τοξότη
νεοελλ.
1. ανατ. κάθε στεφανοειδής σχηματισμόςακτινωτός στέφανος της έσω κάψας του εγκεφάλου» — το σύνολο τών ινών που φέρονται ακτινωτά από την έσω κάψα στον φλοιό του εγκεφάλου)
2. ιατρ. εξάνθημα που μοιάζει με στέφανο και εμφανίζεται στα όρια μετώπου και τριχωτού της κεφαλής, όπως είναι ο σμηγματορροϊκός στέφανος και ο στέφανος της Αφροδίτης
μσν.
φρ. «στέφανος μαρτυρίου»
εκκλ. η αμοιβή του θεού σε εκείνους που μαρτύρησαν για την πίστη τους
αρχ.
1. καθετί που περιβάλλει κυκλικά κάτι, κλοιός, στεφάνηπάντῃ γὰρ σε περὶ στέφανος πολέμοιο δέδηεν», Ομ. Ιλ.)
2. τιμητικό στεφάνι συνήθως από φύλλα χρυσού που απονεμόταν σε κάποιον για τις δημόσιες υπηρεσίες που προσέφερε σε καιρό πολέμου ή σε καιρό ειρήνης («ἡμάς στεφανῶσαι θαλλοῦ στεφάνῳ ἕκαστον εὐνοιας ἕνεκα τῆς εἰς τὸν δῆμον», Αισχίν.)
3. διακριτικό σημείο αξιώματος, σύμβολο εξουσίας
4. κόσμημα για το οποίο μπορεί να καυχιέται κανείς, εγκαλλώπισμα
5. (στην Αίγυπτο) χρηματική δωρεά που δινόταν σε ανώτατο άρχοντα ή και σε βασιλικό ευνοούμενο και ήταν επιβεβλημένη ως φόρος από το κράτος
6. (κατ' ευφημισμό χρησιμοποιείται αντί της λ. δωροδοκία) προσφορά
7. δώρο, χάρισμα
8. ονομασία πηγής στο εβραϊκό σύστημα
9. το αειθαλές δέντρο δάφνη
10. στον πληθ. oἱ στέφανοι
η αγορά τών στεφάνων, ο τόπος όπου πωλούσαν τα στεφάνια
11. φρ. α) «ὁ ἐπὶ τοῦ στεφάνου» — τίτλος αξιωματούχου που είχε ως έργο την απονομή τών στεφάνων στους νικητές δημοσίων αγώνων κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους
β) «Περὶ τοῦ στεφάνου» — τίτλος λόγου του Δημοσθένους
γ) «στέφανος πυρωτὸς και άναλλάριος» — στεφάνι που δινόταν σε εκείνον που πρώτος ανέβαινε στα τείχη τών εχθρών
δ) «στέφανος πόλεος» — τείχος πόλης
ε) «Ἡλίου στέφανος» — το ποώδες φυτό άλιμος. η αρμυρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + επίθημα -ανο-ς, που απαντά και σε άλλα ον. εργαλείων (πρβλ. όργ-ανο-ν)].

Greek Monotonic

στέφᾰνος: ὁ (στέφω),
I. κανονικά, αυτός που περικλείει, που περιβάλλει· στέφανος πολέμοιο, πλήθος που μάχεται σχηματίζοντας κύκλο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το τείχος που περιβάλλει την πόλη, σε Πίνδ.· καλλίπαις στέφανος, κύκλος που απαρτίζουν όμορφα παιδιά, σε Ευρ.
II. 1. στέμμα, στεφάνι, γιρλάντα, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ιδίως σε δημοσίους αθλητικούς αγώνες, στεφάνι νίκης, σε Πίνδ., Ηρόδ. κ.λπ.· τα στεφάνια αυτά που δίνονταν ως έπαθλα φτιάχνονταν συνήθως από φύλλα ελιάς (κότινος) στους Ολυμπιακούς αγώνες, δάφνης (δάφνη) στα Πύθια, σέλινον (σέλινον) στα Νέμεα, κισσού ή πεύκου (κισσός ή πίτυς) στα Ίσθμια.
2. γενικά, βραβείο νίκης, έπαθλο, νίκη, όπως το Λατ. palma, σε Σοφ.· στέφανον προτιθέναι, θέτω, προτείνω έπαθλο, σε Θουκ.
3. γενικά, στέμμα δόξας, τιμή, δόξα, σε Επιγρ. παρ' Ηροδ.· στέμμα ως έμβλημα εξουσίας, αξιώματος ή κοινωνικής διάκρισης, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

στέφᾰνος: ὁ, (στέφω) κυρίως, ὁ περικυκλῶν, περιβάλλων, στ. πολέμοιο, τὸ κύκλῳ μαχόμενον πλῆθος, Ἰλ. Ν. 736· ἐπὶ τοῦ τείχους τοῦ περιβάλλοντος πόλιν, Πινδ. Ο. 8. 42· πόλιος στ. Ἀνακρ. 76, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 762, 895· ἴδε στεφάνη, εὐστέφανος· καλλίπαις στ., κύκλος ὡραίων τέκνων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 839. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, στέμμα, στέφανος, «στεφάνι» ὡς βραβεῖον νίκης, ὡς σημεῖον τιμῆς ἢ ὡς κόσμημα ἑορταστικόν, Ὕμν. Ὁμ. 6. 42· χρύσεος αὐτόθι 32. 6· στ. ποίης Ἡσ. Θεογ. 576, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 426· κίσσινος Εὐρ. Βάκχ. 702· ῥόδινος, ῥοδόεις Ἀνακρ. 83, Θεόκρ. 7. 64· ἀνθεμεῦντες Ἀνακρ. 61, πρβλ. 95· στ. πλεκτὸς ἐκ λειμῶνος Εὐρ. Ἱππ. 73, πρβλ. Ξενοφάν. 1. 2· στ. δρυὸς Εὐρ. Βάκχ. 703· μύρτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 330· κιττοῦ καὶ ἴων Πλάτ. Συμπ. 212Ε· φιλύρας Ξέναρχ. ἐν «Στρατ.» 1, κτλ.· στεφάνωσεν δρακόντων στεφάνοις Εὐρ. Βάκχ. 102· στ. εἴρειν, πλέκειν, ἀνείρειν Πινδ. Ν. 7. 113, Ι. 8 (7). 148, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1006· ὑφαίνειν Πλούτ. 2. 646Ε· περιθέσθαι φόβαισι Σαπφὼ 44, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 984· θεῖσα ἀμφὶ βοστρύχοις αὐτόθι 1160· περιθεῖναι στ. τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1227· χρυσῷ στ. ἀναδεῖν τινα Θουκ. 4. 121· στεφάνῳ στεφανωθῆναι Πλάτ. Ἴων 530D· - στέφανοι ἦσαν ἀναπόσπαστοι ἀπὸ ἑορτῆς καὶ εὐωχίας, μύρα, στεφάνους ἑτοίμασον Μένανδρ. ἐν «Κεκρυφ.» 2, πρβλ. Ἄμφ. ἐν «Γυναικομ.» 1, Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκ.» 1, κτλ.· καὶ ἐν ἑορταῖς ἀνηρτῶντο ὑπὲρ τὴν θύραν, Ἔφιππ. ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 2. β) ἐν τῷ πληθ., οἱ στέφανοι, ἡ ἀγορὰ τῶν στεφάνων, τὸ μέρος ἔνθα οἱ στεφανοποιοὶ εἶχον τὰ ἐργαστήρια αὐτῶν, Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 4, ἴδε Meineke. 2) ὁ στέφανος τοῦ νικητοῦ κατὰ τοὺς δημοσίους ἀγῶνας, ὁ στέφανος τῆς νίκης, Πινδ. Ο. 8. 99· στ. τῆς ἐλαίης Ἡρόδ. 8. 26, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1433· καλεῖται καὶ στ. θαλλοῦ, Πλάτ. Νόμ. 943C, Αἰσχίν. 34. 12., 80. 37· στ. θαλλοῦ χρυσοῦς, στέφανος’ξ ἐλαίας εἰργασμένος ἐκ χρυσοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 33, ἴδε Böckh σ. 242, πρβλ. Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 198Α, 201D· ὡσαύτως, στ. χρυσοῦς διάλιθος αὐτόθι 199C· - ὅθεν καθόλου, τὸ βραβεῖον τῆς νίκης, ὡς τὸ Λατ. palma, τοῦδε γὰρ ὁ στέφ. Σοφ. Φιλ. 841· νικᾶν παγκρατίου στέφανον Πινδ. Ν. 5. 9, πρβλ. Ι. 1. 29· στέφανον προτιθέναι, προτείνω βραβεῖον, Θουκ. 2. 46· στ. λαχεῖν, δέχεσθαι, λαμβάνω, αἴρομαι τὸ βραβεῖον, Πινδ. Ο. 10 (11). 73, Π. 1 ἐν τέλ. - Οἱ ὡς βραβεῖα οὗτοι στέφανοι ἦσαν τὸ πλεῖστον ἐκ φύλλων (ἴδε ἀνωτ.), οἶον κοτίνου μὲν ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι (Ἀριστοφ. Πλ. 586), δάφνης δὲ ἐν τοῖς Πυθικοῖς, σελίνου ἐν τοῖς ἐν Νεμέα, καὶ κισσοῦ ἢ πίτυος ἐν τοῖς Ἰσθμικοῖς· - ὁ ἐπὶ τοῦ στεφάνου, ἐκαλεῖτο ὁ ὑπάλληλος ὁ ἐπιμελούμενος τῶν πραγμάτων τούτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 3151, πρβλ. 4705. 3) καθόλου, στέφανος δόξης, δόξα, τιμή, Ἐπιγραφ. παρ’ Ἡρόδ. 4. 83, Λυκοῦργ. 154. 17· ἑλευθερίας ἀμφέθετο στ. Σιμωνίδ. 15· στ. εὐκλείας μέγας Σοφ. Αἴ. 465, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 315, κτλ.· ἀνδρὸς στέφανος παῖδες Ὁμ. Ἐπιγραμμ. 13, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 194. 4) κατὰ τοὺς μετὰ τὰ Πελοποννησιακὰ χρόνους ἐν Ἀθήναις δημόσιος ὑπάλληλος ἐτιμᾶτο διὰ χρυσοῦ στεφάνου εἰς ἔνδειξιν ἐπιδοκιμασίας τὴς διαγωγῆς του· ἴδε τοὺς περιφήμους λόγους τοῦ Αἰσχίνου κατὰ Κτησιφῶντος καὶ τοῦ Δημοσθένους Περὶ τοῦ στεφάνου. 5) στέφανος ὡς σημεῖον ἀρχῆς, ἀξιώματος, πρὸς διάκρισιν δηλ. τοῦ ἔχπντος τὸ ἀξίωμα, Δημ. 524. 24· πέπαυνται ἄρχοντες καὶ τοὺς στ. περιῄρηνται ὁ αὐτ. 802. 5· ἴδε στεφανηφόρος, στεφανόω ἐν τέλ. 6) ἀστερισμός τις καλούμενος Στέφανος, Ἀριστ. Μετεωρ. 5, 14, Ἄρατ. 71. - Πρβλ. στεφάνη.

Middle Liddell

στέφᾰνος, ὁ, στέφω
I. properly, that which surrounds, στ. πολέμοιο the circling crowd of fight, Il.; of the wall round a town, Pind.; καλλίπαις στ. a circle of fair children, Eur.
II. a crown, wreath, garland, chaplet, Hes., etc.: esp. at the public games, a crown of victory, Pind., Hdt., etc.:— these prize-crowns were mostly of leaves, of κότινος at the Olympic games, δάφνη at the Pythian, σέλινον at the Nemean, κισσός or πίτυς at the Isthmian.
2. generally, the meed of victory, the prize, victory, like Lat. palma, Soph.; στέφανον προτιθέναι to propose a prize, Thuc.
3. generally, a crown of glory, an honour, glory, Inscr. ap. Hdt.:— a crown as a badge of office or distinction, Dem.

Chinese

原文音譯:stšfanoj 士帖法挪士
詞類次數:名詞(18)
原文字根:花圈 相當於: (עֲטָרָה‎)
字義溯源:戴在頭上的花圈,冠冕,花冠,獎賞;源自(στεφανόω)Y*=編織,作花圈)。這字雖是指戴在頭上的花圈,花冠,但也是指國王冠冕。參讀 (διάδημα)同義字
同源字:1) (στέμμα)花圈 2) (στέφανος 2)花冠 3) (στέφανος 1)司提反,花冠 4) (στεφανόω)加冠
出現次數:總共(18);太(1);可(1);約(2);林前(1);腓(1);帖前(1);提後(1);雅(1);彼前(1);啓(8)
譯字彙編
1) 冠冕(18) 太27:29; 可15:17; 約19:2; 約19:5; 林前9:25; 腓4:1; 帖前2:19; 提後4:8; 雅1:12; 彼前5:4; 啓2:10; 啓3:11; 啓4:4; 啓4:10; 啓6:2; 啓9:7; 啓12:1; 啓14:14
原文音譯:Stšfanoj 士帖法挪士
詞類次數:專有名詞(7)
原文字根:花圈
字義溯源:司提反;耶路撒冷初期教會選出管理飯食七人中的一位,曾在公會中大祭司及群眾面前有美好的講論,到末了,他說,他看見神的榮耀,又看見人子站在神的右邊,眾人就把他推到城外,用石頭打他。字義:花冠,源自(στέφανος 2)=戴在頭上的花圈,冠冕),而 (στέφανος 2)出自(στεφανόω)Y*=編織,作花圈)
出現次數:總共(7);徒(7)
譯字彙編
1) 司提反(7) 徒6:5; 徒6:8; 徒6:9; 徒7:59; 徒8:2; 徒11:19; 徒22:20

English (Woodhouse)

chaplet, crown, garland, for the head, of flowers, palm of victory, reward of victory

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ρῆμα στέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

corona de laurel εὐχόμενος δὲ στέφανον ἔχε δάφνινον τοιοῦτον al hacer la súplica sujeta una corona de laurel de esta manera P II 27 ἐστεμμένος δαφνίνῳ στεφάνῳ adornado con una corona de laurel P III 306 de artemisa χρὴ δὲ στεφανῶσαι αὐτὸν στεφάνῳ ἀρτεμισίας χλωρικῆς debes adornarlo con una corona de artemisa verde P IV 914 de mejorana ἐν οἴκῳ ἐπιπέδῳ χωρὶς φωτὸς στεφανωσάμενος σαμψουχίνῳ στεφάνῳ ... δίωκε τὸν λόγον τοῦτον en una habitación de planta baja, sin luz, llevando una corona de mejorana, recita esta fórmula P VII 728 de olivo σὺ δὲ ἐν λίνοις ἴσθι καθαροῖς ἐστεμμένος ἐλαΐνῳ στεφάνῳ tú ve con ropas de lino limpio y adornado con una corona de olivo P XIII 97 P XIII 651 de flores καὶ τὸν μὲν κλῶνα τὸν ἐγγεγραμμένον τοῖς δύο ὀνόμασι ποίει σεαυτῷ στέφανον haz también para ti una corona con la rama en la que están grabados los dos nombres P II 70 ἐστεμμένος τὰς χεῖρας τῷ ἀκμάζοντι στεφάνῳ con las manos adornadas con una corona de flores de la estación P XIII 1006 asoc. a divinidades: de oro καὶ ὄψῃ ... κατερχόμενον θεὸν ὑπερμεγέθη ... ἐν χιτῶνι λευκῷ καὶ χρυσῷ στεφανῷ καὶ ἀναξυρίσι y verás que desciende un dios gigantesco con un manto blanco, una corona de oro y pantalones anchos (prob. ref. al dios Mitra) P IV 698 φάνηθί μοι, κύριε, ... ὁ ἔχων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς στέφανον χρύσεον muéstrate a mí, señor, el que tiene sobre la cabeza una corona de oro P IV 1027 P III 485 de fuego ὄψῃ θεὸν νεώτερον, ... ἐν χιτῶνι λευκῷ καὶ χλαμύδι κοκκίνῃ ἔχοντα πύρινον στέφανον verás a un dios más joven, en un manto blanco, con clámide escarlata y corona de fuego P IV 637 sent. fig., como advoc. de Helios χαῖρέ μοι, ... ὁ στέφανος τῆς οἰκο<υ>μένης te saludo, corona del mundo habitado P XXXVI 217

Lexicon Thucydideum

corona, crown, wreath, 2.46.1, 4.121.1 (de Brasida concerning Brasidas).