Γερήνιος
English (LSJ)
ὁ, Homeric epith. of Nestor, Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ,
A from Gerena or Gerenon, a city of Messenia; ξεῖνος ἐὼν . . παρ' ἱπποδάμοισι Γερήνοις Hes.Fr.15.3.
Greek (Liddell-Scott)
Γερήνιος: ὁ, Ὁμητ. ἐπίθ. τοῦ Νέστορος, Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, ἐκ τῆς Γερηνίας ἢ τῶν Γερήνων, πόλεως τῆς Μεσσηνίας· ξεῖνος ἑὼν… παρ’ ἱπποδάμοισι Γερήνοις Ἡσ. Ἀποσπ. 22. 10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
originaire de Gérénos, ville de Messénie.