Νέστωρ

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νέστωρ Medium diacritics: Νέστωρ Low diacritics: Νέστωρ Capitals: ΝΕΣΤΩΡ
Transliteration A: Néstōr Transliteration B: Nestōr Transliteration C: Nestor Beta Code: *ne/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, Nestor, Il.1.247, etc.:—Adj. Νεστόρεος, η, ον, 2.54, al.; Νεστόρειος, α, ον, ἅρμα Pi.P.6.32; μέλος E.Fr.899; σκύφος Luc.Herm.12.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
Nestor, roi de Pylos.
Étymologie: R. Νες, aller ; v. νέομαι.

Russian (Dvoretsky)

Νέστωρ: ορος ὁ Нестор (сын Нелея и Хлориды, муж Эвридики, царь Пилоса в Мессении, старейший участник Троянского похода) Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Νέστωρ: -ορος, ὁ, Ἰλ., κτλ.· ― ἐπίθετ. Νεστόρεος, η, ον, Ἰλ.· Νεστόρειος, α, ον, Πίνδ.

English (Autenrieth)

Nestor, the aged king of Pylos, son of Neleus and Chloris, was ruling over the 3d generation of men when he joined the expedition against Troy, Il. 1.247 ff. His youthful exploits, Il. 4.319, Il. 11.669 ff., Il. 1.262 ff., Il. 23.630 ff. In the Odyssey he is at home again in Pylos, Od. 3.17, cf. 412 ff.

English (Slater)

Νέστωρ king of Pylos, father of Antilochos. Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπη-
1 δόν, ἀνθρώπων φάτις, ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν γινώσκομεν (P. 3.112)

Greek Monolingual

ο (Α Νέστωρ, -ορος)
μυθικός βασιλιάς της Πύλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. νεσ- του νέομαι «επιστρέφω, γυρίζω». Σήμαινε «αυτός που επιστρέφει στην πατρίδα ευτυχής» ή «αυτός που διασώζει ευτυχώς τον στρατό του». Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται συνθ. ανθρωπωνύμια με α' ή β' συνθετικό το Νέστωρ (πρβλ. netijanore = Νεστιάνορι και pironeta = Φιλονέστας)].

Frisk Etymological English

See also: s. νέομαι.

Frisk Etymology German

Νέστωρ: {Néstōr}
See also: s. νέομαι.
Page 2,308