σφαιρόμορφος

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρόμορφος: -ον, ὁ ἔχων σχῆμα σφαίρας, σφαιρικός, σφαιροειδής, Στέφαν. Ἀλεξ. ἐν Ideler Phys. 2. 206.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει μορφή σφαίρας, σφαιρικός, σφαιροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].