σφαῖρα
μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
English (LSJ)
ας, ἡ,
A ball, σφαίρῃ παίζειν = play at ball, Od.6.100; σφαῖραν ἔρριψε ib.115; σ. καλὴν μετὰ χερσὶν ἕλοντο 8.372; σφαίρῃ ἀν' ἰθὺν πειρήσαντο ib.377; ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον Pl.Euthd. 277b; ῥαπτὴ σφαῖρα AP12.44 (Glauc.), cf. Nicom.Com.1.25, Antiph.234; διὰ σφαίρας . . ἐκπονῆσαι τὸ σῶμα Gal.6.134, cf. Sor.1.49,93; ἡ διὰ τῆς σ. ὄρχησις Ath.1.14d: metaph., σφαῖραν ἐποίησε τὴν οὐσίαν (cf. συστρογγύλλω) Alex.246.3: prov., σφαῖρα κατὰ πρανοῦς, of accelerating motion, Eust.249.1.
2 any globe, Parm.8.43; sphere, as a geom. figure, Ti.Locr.95d, etc.; esp. the terrestrial globe, earth, Str.2.3.1; an artificial globe, Hermesian.7.88, Str.12.3.11.
3 hollow sphere or globe: in the Ancient Physics, from the time of Anaximander (cf. Placit. 2.16.5), of the spheres believed to revolve round the earth carrying the heavenly bodies, and according to the Pythagoreans arranged after the intervals of the musical scale (cf. Alex.Eph. ap. Theon.Sm.p.139 H., Cic. de Rep.6.18), Arist.Metaph.1073b18, Cael. 286b24, Mete.341b20, 354b24, Thphr.Ign.4; σφαῖρα ἀπλανής = ἡ τῶν ἀπλανῶν σφαῖρα = the sphere of the fixed stars, Procl.Hyp.5.1; so ἡ ἀπλανής, without ς., ib.7.25; αἱ πλανώμεναι σφαῖραι planetary spheres, Plu.2.1028a; Astrol., ἡ ὀρθὴ σφαῖρα = right sphere, i.e. the celestial sphere as viewed from the equator, Rhetorius in Cat.Cod.Astr.8(1).231.
4 a weapon of boxers, prob. iron ball, worn with padded covers (ἐπίσφαιρα) instead of boxing-gloves (ἱμάντες) in the σφαιρομαχίαι, Pl.Lg.830b, cf. Plu. 2.80b.
5 αἱ σφαῖραι τῶν ὀμμάτων eyeballs, Arist.Pr.958a7.
6 σφαῖραι θαλάττιαι seaballs, Id.HA616a20, Crito ap.Gal.12.437.
7 pill, Archig. ap. Orib.8.2.18.
8 πλατάνου σφαῖραι, i.e. globular catkins, Dsc.4.73.
9 as a quantitative measure, ἐπίβαλε . . φύκους στυπτηρίου ὡς σφαῖραν PHolm.16.32.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
tout corps rond, particul. :
I. balle pour jouer ; σφαίρῃ (ion.) παίζειν OD jouer à la balle ; σφαῖραν ῥίπτειν lancer la balle;
II. t. d'astr., de math. ou de géogr.
1 sphère, particul. globe terrestre ou céleste;
2 corps céleste;
III. sorte de ceste ou gantelet rond pour le pugilat.
Étymologie: R. Σπαρ, tresser.
German (Pape)
ἡ, die Kugel, jeder kugelrunde Körper; bes. der Ball, der Spielball, σφαίρῃ ταίτ' ἄρ' ἔπαιζον, Od. 6.100, σφαῖραν ῥίπτειν, ib. 115; ῥαπτή, Glauc. 1 (XII.44); in Prosa, ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον, Plat. Euthyd. 277b; δωδεκάσκυτοι, Phaed. 110b; überhaupt Kugel, τὸ κέντρον τῆς σφαίρας, Tim.Locr. 100c; σφαῖραν περιετόρνευσεν ὀστεΐνην, Tim. 73e. Auch die Erd- und Himmelskugel, und der künstlich nachgebildete Globus, Sp., wie Plut. oft.
Bei den Faustfechtern eiserne Kugeln, die sie statt der gewöhnlichen Fechterhandschuhe, ἱμάντες, anbanden (vgl. ἐπισφαίριον); so Plat. ἀντὶ ἱμάντων σφαίρας ἂν περιεδούμεθα, Legg. VIII.830b.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαῖρα -ας, ἡ [~ σπαίρω] bal, om mee te spelen:; σφαίρῃ ταί … παῖζον zij speelden met een bal Od. 6.100; ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον πάλιν ἐστοχάζετο τοῦ μειρακίου alsof het een bal was nam (hij) het woord aan (d.w.z. hij nam de spreekbeurt over) en mikte weer op de jongen Plat. Euthyd. 277b; bij het boksen trainingshandschoen:. ἀντὶ ἱμάντων σφαίρας ἂν περιεδούμεθα in plaats van de boksriemen (die in de wedstrijd gebruikt werden) zouden wij oefenhandschoenen aantrekken (bolvormig, door stootkussentje) Plat. Lg. 830b. bol, m. n. van de kosmos. ronde band (om gebroken ledemaat steun te geven). Hp. Fract. 30.
Russian (Dvoretsky)
σφαῖρα: ион. σφαίρη ἡ
1 мяч (Plat., Anth.; σφαίρῃ παίζειν Hom.);
2 шар, шарообразное тело Plat.: αἱ σφαῖραι τοῦ ὀφθαλμοῦ Arst. глазные яблоки; σ. πλανωμένη Plut. планета; σ. ἀπλανής Plut. (неподвижная) звезда; σ. θαλαττία Arst. морской шар, т. е. морской еж;
3 астр. небесная сфера (по учению пифагорейцев) Arst., Plut.;
4 (у кулачных бойцов), наручный шар (род боксерской перчатки) Plat.
English (Autenrieth)
ball; σφαίρῃ παίζειν, ‘play at ball,’ Od. 6.100. (Od.)
Spanish
Greek Monolingual
η / σφαῖρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. σφαίρη Α
1. μαθημ. στερεό το οποίο περιορίζεται από επιφάνεια της οποίας όλα τα σημεία απέχουν εξίσου από ένα και το ίδιο σημείο το οποίο καλείται κέντρο
2. καθετί που έχει σχήμα σφαιρικό
3. σφαιρικό ή σφαιροειδές όργανο άθλησης και παιχνιδιού, κν. μπάλα («διὰ σφαίρας... ἐκπονῆσαι σῶμα», Γαλ.)
4. η Γη, η οποία ονομάστηκε έτσι λόγω του σφαιρικού της σχήματος
νεοελλ.
1. μαθημ. το σύνολο τών σημείων του χώρου τα οποία έχουν απόσταση από ένα σταθερό σημείο, το κέντρο της σφαίρας, μικρότερη ή ίση με έναν δεδομένο αριθμό, την ακτίνα
2. (αθλ.) σφαιροβολία
3. κοινή ονομασία για το βλήμα τών φορητών όπλων
4. μτφ. πεδίο, περιοχή δράσης ή επίδρασης κάποιου («δεν ανήκει στη σφαίρα της επιστήμης»)
5. φρ. α) «σφαίρα είναι και γυρίζει» — λέγεται για να δηλώσει την αστάθεια τών ανθρώπινων πραγμάτων
β) «υδρόγειος [ή γήινη] σφαίρα» — η Γη ως ουράνιο σώμα αλλά και ως εποπτικό όργανο που χρησιμοποιείται στη μελέτη και τη διδασκαλία της γεωγραφίας
γ) «γυάλινη σφαίρα» — σφαιρικό αντικείμενο από διάφανο γυαλί που χρησιμοποιείται στη μαντεία
δ) «σφαίρα αστραπής»
(μετεωρ.) σπάνιο μετεωρολογικό φαινόμενο που συνίσταται στην εμφάνιση μίας ή περισσότερων λαμπερών σφαιρών που αιωρούνται, φαινόμενο που παρατηρείται κατά τη διάρκεια τών καταιγίδων και συνήθως μετά από μια κοινή αστραπή
ε) «σφαίρα επιρροής»
ί) ο κοινωνικός ή γεωγραφικός χώρος τον οποίο επηρεάζει κάποιος
ii) η πολιτική, οικονομική ή πολιτιστική διείσδυση ενός κράτους σε άλλο ή σε ευρύτερη περιοχή του κόσμου, αλλ. ζώνη επιρροής
στ) «κρικωτή σφαίρα»
αστρον. πρώιμο αστρονομικό όργανο το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την απεικόνιση τών μεγάλων κύκλων της ουράνιας σφαίρας
ζ) «ουράνια σφαίρα»
αστρον. βλ. ουράνιος
αρχ.
1. χάπι
2. ένα μέτρο ποσότητας
3. είδος βασανιστικού οργάνου
4. όργανο τών αρχαίων πυγμάχων, πιθανώς είδος σιδερένιας σφαίρας την οποία έφεραν οι πυγμάχοι στα χέρια τους τυλιγμένη με ειδικά καλύμματα, τα λεγόμενα επισφαίρια
5. φρ. α) «σφαίρα ποιώ τήν ούσίαν» — κατασπαταλώ την περιουσία (Αλεξ.)
β) «αἱ πλανώμεναι σφαῖραι» — οι σφαίρες τών πλανητών (Πλούτ.)
γ) «ἡ ορθὴ σφαῖρα» — ο ουράνιος θόλος, όπως αυτός είναι ορατός από παρατηρητή που βρίσκεται στον Ισημερινό (Κατ. Αστρλ. Κ.)
δ) «σφαῖρα ἀπλανής» ή «ἡ τῶν ἀπλανῶν σφαῖρα» — η κοίλη σφαίρα τών απλανών αστέρων (Πρόκλ.)
ε) «αἱ σφαῖραι τῶν ὀμμάτων» — οι βολβοί τών ματιών (Αριστοτ.)
στ) «σφαῖραι θαλάττιαι» — αχινοί (Αριστοτ.)
ζ) «πλατάνου σφαῖραι» — τα κυλινδρικά σπέρματα του πλατάνου (Διοσκ.)
η) «ἡ διὰ τῆς σφαίρας ὄρχησις» — είδος χορού κατά τον οποίο οι χορευτές πετούσαν ψηλά μια μπάλα και αναπηδώντας τήν έπιαναν καθώς αυτή κατέβαινε Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σφαίρα (σφᾰρ-jα με επένθεση, πρβλ. μοῖρα, σφῦρα) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)p(h)r- της ΙΕ ρίζας (s)p(h)er«πηδώ, κλοτσώ, σπαρταρώ» (βλ. λ. σπαίρω) και εμφανίζει δασύ -φ-, πιθ. για εκφραστικούς λόγους. Σημασιολογικά, ο τ. δεν γεννά δυσχέρειες, αφού η έννοια της κίνησης ενυπάρχει τόσο στη λ. σφαῖρα όσο και στην αρχική σημ. της ρίζας. Η λ., τέλος, συνδέεται και με τ. που ανάγονται επίσης στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ίδιας ρίζας με φωνηεντισμό -υ- (πρβλ. σφῦρα, σπύραθος).
ΠΑΡ. σφαιρίζω, σφαιρικός
αρχ.
σφαίρειος, σφαιρεύς, σφαιρηδόν, σφαιρητικός, σφαιρῖτις, σφαιρών
αρχ.-μσν.
σφαιρίον
μσν.- νεοελλ.
σφαιρίδιο(ν).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) σφαιροειδής, σφαιροθήκη
αρχ.
σφαιράρχης, σφαιρογραφία, σφαιροθεσία, σφαιρομάχος, σφαιροπαίκτης, σφαιροποιός
αρχ.-μσν.
σφαιροκύλιστος, σφαιρόμορφος
(μσν. σφαιροδρόμος, σφαιροκύλισις, σφαιροσύνθετος, σφαιρουργία
νεοελλ.
σφαιράγρα, σφαιράνθεμο, σφαιροβόλος, σφαιρόδερμα, σφαιροζυμη, σφαιρόζωο, σφαιροκέφαλος, σφαιροκρύσταλλοι, σφαιρομετρία, σφαιρόμετρο, σφαιροπλέα, σφαιρόπλτικτρο, σφαιροσιδηρίτης, σφαίροψις. (Β' συνθετικό) οκτάσφαιρος
αρχ.
αδρόσφαιρος, εννεάσφαιρος, εύσφαιρος, κακόσφαιρος, μεσόσφαιρος
νεοελλ.
αλεξίσφαιρος, αμφίσφαιρος, άσφαιρος, ένσφαιρος, εξάσφαιρος, πεντάσφαιρος, τετράσφαιρος].
Greek Monotonic
σφαῖρᾰ: -ας, ἡ,
1. μπάλα με την οποία παίζουν τα παιδιά τόπι, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
2. σφαίρα ως γεωμετρικό σχήμα, και οτιδήποτε έχει σφαιρικό σχήμα· γήινη σφαίρα, γη, σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
σφαῖρᾰ: -ας, ὡς καὶ νῦν, ἡ πρὸς παιδιὰν χρήσιμος, κοινῶς «τόπι», σφαίρῃ παίζειν Ὀδ. Ζ. 100· σφαῖραν ῥίπτειν αὐτόθι 115· σφ. καλὴν μετὰ χερσὶν ἕλοντο Θ. 372· σφαίρῃ ἀν’ ἰθὺν πειρήσαντο αὐτόθι 377· ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον Πλάτ. Εὐθύδ. 277Β· ῥαπτὴ σφ. (πρβλ. δωδεκάσκυτος) Ἀνθ. Π. 12. 44, πρβλ. Νικόμαχον ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 25· ἡ διὰ τῆς σφαίρας ὄρχησις Ἀθήν. 14D· - μεταφορ., σφαῖραν ἐποίησε τὴν πατρῴαν οὐσίαν, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἐφ’ ἧς καὶ τὸ ῥῆμα συστρογγύλλω (ὃ ἴδε), Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 2. 3. - Περὶ τῆς παιδιᾶς ἴδε Meineke εἰς Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 7. 2) πᾶν εἶδος σφαίρας, Παρμεν. παρὰ Πλάτ. ἐν Σοφιστ. 244Ε, κλπ.· σφαῖρα, ὡς γεωμετρικὸν σχῆμα, Τίμ. Λοκρ. 95Ε, κλπ.· - μάλιστα δὲ ἡ τῆς γῆς σφαῖρα, ἡ γῆ, Στράβ. 96· σφαῖρα ὑδρόγειος, τεχνητή, Ἑρμησιάναξ 88, Στραβ. 546· (ἡ δοξασία ὅτι ἡ γῆ εἶναι σφαιρικὴ ἀπαντᾷ πιθανῶς πρῶτον παρὰ Πλάτ., ἴδε Φαίδωνα 97D, καὶ πρβλ. εἴλω V)· - ὡσαύτως ἀστήρ, σφ. πλανωμένη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, σφ. ἀπλανὴς (ἀπλανὴς ἀστήρ), Πλούτ. 2. 1028Α. 3) κοίλη σφαῖρα· κατὰ τοὺς ἀρχαίους φυσικοὺς ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Ἀναξιμάνδρου ἡ γῆ ἐνομίζετο ὡς τὸ κέντρον πολλῶν κοίλων καὶ συγκεντρικῶν σφαιρῶν κυκλικῶς περὶ αὐτὴν κινουμένων ὧν μία μὲν ἐθεωρεῖτο ἀνήκουσα εἰς τοὺς ἀστέρας, ἑτέρα εἰς τὴν σελήνην, ἑτέρα εἰς τὸν ἥλιον, τὰ δὲ οὐράνια ταῦτα σώματα ἐνομίζοντο ὡς καθηλωμένα ἐπὶ τῶν οἰκείων σφαιρῶν ἔσωθεν (πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν οὐρανόν)· - τὴν θεωρίαν ταύτην παρέλαβον καὶ ἐξειργάσθησαν οἱ Πυθαγόρειοι, οἵτινες ἐπίστευον ὅτι αἱ σφαῖραι αὗται περιεστρέφοντο περί τι κεντρικὸν πῦρ καὶ ἦσαν διατεθειμέναι κατὰ τοὺς τόνους τῆς μουσικῆς κλίμακος, Στοβ. Ἐκλογ. 1, σ. 500, Πλούτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 22Β κἑξ., Cic de Rep. 6. 18 (μετὰ τῶν σημειώσεων τοῦ Μακροβ.), Grote’s Plato 1. σ. 6, 13 κἑξ. Τὴν δοξασίαν ταύτην τῶν περιστρεφομένων σφαιρῶν παρεδέξατο ὁ Εὐδόξιος καὶ ἄλλοι Ἕλληνες ἀστρονόμοι, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 8, 9. 13, πρβλ. περὶ Οὐραν. 2. 3 καὶ 4, Μετεωρ. 1. 4., 2. 2, 6, Θεόφρ. περὶ Πυρ. 4. Ἴδε Lewis' Astron. of Ancients σελ. 209 κἑξ. 4) ὅπλον πυκτῶν, πιθανῶς σιδηρᾶ τις σφαῖρα, ἣν ἔφερον μετὰ καλυμμάτων (ἐπισφαίρια) ἀντὶ τῶν πυκτευτικῶν ἱμάντων κατὰ τὰς σφαιρομαχίας, Πλάτ. Νόμ. 830Β, ἴδε Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 80Β. 5) αἱ σφ. τοῦ ὀφθαλμοῦ, οἱ βολβοί, Ἀριστ. Προβλ. 31. 7. 6) σφ. θαλαττία, θαλάσσιος ἐχῖνος, «ἀχινός», ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 2. 7) καταπότιον, Ἀρχιγέν. ἐν Medd. Vatt. 161, κτλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: sphere, ball, balls in a boxing-glove, globe (Od.).
Compounds: Compp., e.g. σφαιρο-ειδής spherical (IA.), ἐπί-σφαιρα n. pl. leather coating of boxing-balls, boxing-gloves, also of the cover of the point of a sword (Plb., Plu.).
Derivatives: 1. σφαιρ-ηδόν like a ball, sphere (Ν 204 a. o.) 2. -ίον dimin. (Pl. Ep., hell. a. late). 3. -εύς m. des. of young men in Sparta (after the boxing-gloves; Paus., inscr.; Bosshardt 75). 4. -ικός (Archyt., Arist. etc.; Chantraine Études 131 f.), -ειος (Arist.-comm.) spherical. 5. -ῖτις κυπάρισσος (Gal.; after the form of the fruits?, cf. Redard 77); *-ίτης (ἄρτος) in Lat. spaerīta m. kind of cake (Cato; Leumann Sprache 1, 206 = Kl. Schr. 173). 6. -ών, -ῶνος m. round fishing-net (Opp.), 7. -ίζω (ἀντι-, δια-, συν-) to play at ball (Att.; φαιρίδδειν σφαιρίζειν H.) with -ισις (Arist.), -ισμός (Artem.), -ισμα (Eust.) ball-game, -ιστής ball-player, -ιστικός belonging to a ball-game, -ιστήριον ball-court, -house, -ίστρα id. (hell. a. late). 8. -όομαι, -όω (ἀπο-, δια-, ἐν-) to be round, to round off, to provide with a round edge (X., Arist., hell. a. late) with -ωμα rounded body (Arist. a.o.), -ωσις sphere-formation (late), -ωτήρ, -ῆρος m. "rounded object", knob, bulb or such (Tab. Heracl., hell. pap.); s. Solmsen IF 31, 492ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like πεῖρα, σπεῖρα, μοῖρα a.o. (s. vv. w. lit.). -- No agreement outside Greek. If prop. referring to the quick movement of a ball, one could connect σφαῖρα to σπαίρω a. cognates; s. v. w. further lit. Attempts, to explains the variation σπ- σφαῖρα σφ-, in Hiersche Ten. aspiratae 196 f. [improbable] Cf. also σφῦρα, σφυρόν and σπύραθοι, σπυράδες [Pre-Greek]. -- From σφαῖρα Syr. êspērō, Aethiop. ṣpīr (Schwyzer 159 a. 161), Arm. sp`er (from where Georg. spero; Bailey Trans. Phil. Soc. 1945, 28). On σφαῖρα in gen. s. Hommel Gymn. 56, 201 ff., S. Mendner Das Ballspiel im Leben der Völker (Münster 1956) 77ff. -- Connection with σπαίρω is improbable.
Middle Liddell
σφαῖρα, ας, αδος,
1. a ball, playing-ball, Od., Plat.
2. any ball: the terrestrial globe, the earth, Strab.
Frisk Etymology German
σφαῖρα: {sphaĩra}
Grammar: f.
Meaning: Kugel, Ball, Ballen im Boxhandschuh, Himmelskugel, Sphäre (seit Od.).
Composita: Kompp., z.B. σφαιροειδής ‘kugel-förmig’ (ion. att.), ἐπίσφαιρα n. pl. lederner Überzug der Boxballen, Boxhandschuhe, auch vom Überzug einer Schwertspitze (Plb., Plu.).
Derivative: Davon 1. σφαιρηδόν wie ein Ball, eine Kugel (Ν 204 u. a.) 2. -ίον Demin. (Pl. Ep., hell. u. sp.). 3. -εύς m. Ben. der jungen Männer in Sparta (nach den Boxballen; Paus., Inschr.; Bosshardt 75). 4. -ικός (Archyt. Arist. usw.; Chantraine Études 131 f.), -ειος (Arist.-Komm.) kugelförmig, sphärisch. 5. -ῖτις κυπάρισσος (Gal.; nach der Form der Früchte?, vgl. Redard 77); *-ίτης (ἄρτος) in lat. spaerīta m. Art Kuchen (Cato; Leumann Sprache 1, 206 = Kl. Schr. 173). 6. -ών, -ῶνος m. rundes Fischernetz (Opp.), 7. -ίζω (ἀντι-, δια-, συν-) Ball spielen (att.; φαιρίδδειν· σφαιρίζειν H.) mit -ισις (Arist.), -ισμός (Artem.), -ισμα (Eust.) Ballspiel, -ιστής Ballspieler, -ιστικός zum Ballspiel gehörig, -ιστήριον ‘Ballspielplatz, -haus', -ίστρα ib. (hell. u. sp.). 8. -όομαι, -όω (ἀπο-, δια-, ἐν-) rund sein, abrunden, mit rundem Absatz versehen (X., Arist., hell. u. sp.) mit -ωμα abgerundeter Körper (Arist. u.a.), -ωσις Kugelgestaltung (sp.), -ωτήρ, -ῆρος m. "abrundender Gegenstand", ‘Knauf, Knollen o. d.’ (Tab. Heracl., hell. Pap.); s. Solmsen IF 31, 492ff.
Etymology: Bildung wie πεῖρα, σπεῖρα, μοῖρα u.a. (s. dd. m. Lit.). — Ohne außergriech. Entsprechung. Wenn eig. auf die schnellende Bewegung eines Balls bezüglich, läßt sich σφαῖρα an σπαίρω u. Verw. anschließen; s. d. m. weiterer Lit. Versuche, mit dem Wechsel σπ- ~ σφ- zurechtzukommen, bei Hiersche Ten. aspiratae 196 f. Vgl. noch σφῦρα, σφυρόν und σπύραθοι, σπυράδες. — Aus σφαῖρα syr. êspērō, äthiop. ṣpīr (Schwyzer 159 u. 161), arm. sp‘eṙ (wovon georg. spero; Bailey Trans. Phil. Soc. 1945, 28). Zu σφαῖρα im allg. s. Hommel Gymn. 56, 201 ff., S. Mendner Das Ballspiel im Leben der Völker (Münster 1956) 77ff.
Page 2,826-827
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=τόπι, κάθε σφαῖρα). Συγγενεύει μέ τό σκαίρω (=πηδῶ, τινάζομαι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφαιρηδόν, σφαιρίδιον, σφαιρίζω, σφαιρικός, σφαίρισις, σφαίρισμα, σφαιρισμός, σφαιριστήριον, σφαιριστής, σφαιριστικός, σφαιρόω -ῶ (=στρογγυλεύω κάτι), σφαίρωμα, σφαίρωσις, σφαιρωτήρ (=λουρί), σφαιρωτής, σφαιρωτός.
Léxico de magia
ἡ esfera especie de cuadro para el pronóstico de la vida y muerte Δημοκρίτου Σφαῖρα esfera de Demócrito P XII 351 τὰ περιλειπόμενα τοῦ ἀριθμοῦ κατανόησον εἰς τὴν σφαῖραν mira en la esfera la cifra restante P XII 353
Translations
ball
Apache Western Apache: joołé; Arabic: كُرَة, كُبَّة; Egyptian Arabic: كورة; Hijazi Arabic: كورة; Armenian: գունդ; Asturian: pelota; Azerbaijani: şar, top; Bashkir: шар, туп; Belarusian: шар; Bengali: গোলা; Bulgarian: кълбо; Burmese: အလုံး; Catalan: bola; Central Franconian: Ball; Chechen: горгале, буьрк; Cherokee: ᏍᏆᏞᏍᏗ; Chinese Mandarin: 球; Czech: koule; Dalmatian: buola; Dutch: bol; Esperanto: globo, sfero; Estonian: pall; Finnish: pallo; French: balle, boule; Galician: bóla; Georgian: სფერო; German: Kugel, Ball; Greek: σφαίρα; Ancient Greek: βῶλος, μᾶζα, πῖλος, σπεῖρα, στρόβιλος, σύστρεμμα, σφαῖρα, σφαίρη, σφαιρίον, σφαιρωτήρ, τολύπη; Gujarati: દડો; Hausa: dunkulen; Hebrew: כַּדּוּר; Hindi: गोला; Hungarian: golyó, labda, gömb; Icelandic: kúla; Indonesian: bola; Italian: palla; Japanese: 玉, 球; Kazakh: доп, шар; Khmer: គោល; Kikuyu: mũbira; Korean: 공, 구(球); Kyrgyz: шар, топ; Lao: ບານ; Latgalian: komuļs, bumbuļs; Latin: globus, pila; Latvian: lode, bumba; Lezgi: туп; Limburgish: bal, bol; Lithuanian: kamuolys; Lushootseed: sbəkʷ; Macedonian: топка, сфера; Malay: bola, korah; Malayalam: ഗോളം; Maltese: ballun; Manchu: ᠮᡠᠮᡠᡥᡠ; Manx: bluckan; Mongolian: бөмбөг; Northern Altai: тоф; Norwegian Bokmål: ball; Nynorsk: ball; Old English: þōþor, clīewen; Old Gujarati: दडउ; Old Norse: knǫttr, bǫllr; Paiwan: mali; Pashto: ټوپکی, پنډوس; Persian: کره, گوی; Plautdietsch: Baul; Polish: kula; Portuguese: bola; Romanian: minge, bilă; Russian: шар, сфера; Sanskrit: गुड, पिण्ड, गोला; Scots: baw; Serbo-Croatian Cyrillic: лопта; Roman: lopta; Sicilian: baḍḍa; Sinhalese: බෝලය; Slovak: guľa, lopta; Slovene: žoga, krogla; Southern Altai: топ, шар; Spanish: bola, esfera; Swahili: mpira; Swedish: boll, klot, kula; Tagalog: bola; Tajik: кура; Taos: pùohóna; Tatar: шар, туп; Telugu: బంతి; Thai: บอล; Tibetan: པོ་ལོ; Tongan: fo'i pulu; Turkish: top; Turkmen: şar, top; Ukrainian: куля; Urdu: گولا; Uyghur: توپ; Uzbek: toʻp, shar, tup; Welsh: pêl; Yiddish: באַל