στενόψυχος
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
Greek (Liddell-Scott)
στενόψῡχος: -ον, ὁ ἔχων στενὴν ψυχήν, «στενόχωρος», Θεόδ. Στουδ.
Greek Monolingual
-η, -ο / στενόψυχος, -ον, ΝΜ
στενόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].