πολύρριζος
English (LSJ)
ον,
A with many roots, Id.HP9.10.2, Epigr. ap. Poll.5.48 (Anyt.); full of roots, γῆ Gp.3.10.8. 2 bearing many ῥίζαι, i.e. fertile in herbs. Str.5.3.6,15.1.22. 3 metaph., firmly rooted, πολιτεία Plu.2.787f. 4 fibrous, of tissue in malignant disease, Hp. Mul.2.156. II πολύρριζον, τό, = ἑλλέβορος μέλας, Dsc.4.162. 2 = πτερίς, ib.184. 3 = ἐπιμήδιον, Ps.-Dsc.4.19.
Greek (Liddell-Scott)
πολύρριζος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6. ΙΙ. πολύρριζον, τό, συνώνυμ. τῷ ἐπιμήδιον, Διοσκ. 4. 19.